Τὸ ἀδύνατο τῆς ἄμεσης μετάδοσης. Συγγραφικὸ ἔργο μὲ ψευδώνυμα,
Οἱ Ἐποικοδομητικὲς Ὁμιλίες καὶ ἡ Χριστολογία τοῦ Κίερκεγκωρ σ'αὐτές
Μιὰ προϋπόθεση ὑπάρχει γιὰ ὅσους ἀναφέρουν σκέψεις ἤ ὅσους ἀναφέρονται σὲ σκέψεις τοῦ Κίερκεγκωρ: Νὰ μὴν ξεχνοῦν ὅτι τίποτε δὲν τοῦ ἦταν περισσότερο ἀντιπαθὲς ἀπὸ μιὰ “θεωρία” ζωῆς, ποὺ δὲν θὰ εἶχε τὸ ἀντίστοιχο περιεχόμενο-ἀντίκρυσμα στὴ ζωὴ τοῦ ἐκφραστή της. Τίποτε τὸ χειρότερο ἀπὸ τὸ νὰ “παπαγαλίζει” κάποιος θεωρίες ποὺ δὲν ἀποτελοῦν τὴ βάση τῆς ἴδιας του τῆς ζωῆς. Γι' αὐτὸν ἀξία εἶχε μόνον τὸ αὐθεντικό, das Eigene. Ἐκτιμοῦσε μόνον τὸ γνήσιο, τὸ πρωτογενές, τὸ φυσικό, τὸ αὐθόρμητο, τὸ πηγαῖο (Oprindelig, Ursprünglich). Ἀλήθεια καὶ ζωὴ πρέπει νὰ συμπίπτουν. “Wahrheit und Leben müssen sich decken“. Αὐτὸ ἦταν ἡ αἰτία τῶν ψευδωνύμων ἔργων του! Τὰ ψευδώνυμα ἔργα του δὲν ἐμπεριέχουν τὶς δικές του σκέψεις, πεποιθήσεις. Σ' αὐτὰ παρουσιάζονται σκέψεις τὶς ὁποῖες ὁ μελετητὴς καλεῖται νὰ ἐλέγξει, νὰ ἐπιλέξει μὲ δική του εὐθύνη, ἀνεπηρέαστος ἀπὸ τὸν οἱονδήποτε συγγραφέα τους, νὰ ἐπιλέξει ποιὰ φιλοσοφία ζωῆς τοῦ ταιριάζει, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι τὸν προέτρεψε σ' αὐτό ὁ Κίερκεγκωρ. Π.χ. παρουσιάζει ὁ Κ. τὴν κοσμοθεωρία ἑνὸς “αἰσθητικοῦ” ἤ ἑνὸς “ἠθικοῦ” ἀνθρώπου, ἑνὸς "Δον Τζοβάνι" ἤ ἑνὸς “νικηφόρου ἐρημίτη”, ἤ κάποιου, ὀνόματι “Ἰωάννης τῆς Κλίμακος” ἤ “Ἀντικλίμακος” κ.ἄ. Οἱ σκέψεις του Κίερκεγκωρ περιέχονται στὰ βιβλία του, ποὺ συνεγράφησαν μὲ τὸ ὄνομά του.
Καὶ ἕνα βῆμα περαιτέρω: ἡ πίστη δὲν εἶναι γνώση γιὰ νὰ μεταδοθεῖ ἄμεσα. Εἶναι βιωματικὴ κατάσταση τοῦ καθενός. Γι' αὐτὸ ὁ Κίερκεγκωρ ἔκρινε καὶ ἀκολούθησε αὐτὸν τὸν δρόμο μὲ τὰ ψευδώνυμα. Δημοσίευε θέσεις διαφόρων “ὀπτικῶν πεδίων” καὶ καλοῦσε τὸν ἀναγνώστη νὰ πάρει θέση. Ὁ ἴδιος καλύπτονταν ἀπὸ τὸ ψευδώνυμο. Ἀργότερα, ὅταν ἀποφάσισε νὰ “ἐπιτεθεῖ”, ἔγραφε τὰ πιστεύω του ὑπογράφοντας μὲ τὸ ὄνομά του. Ἀλλὰ καὶ πάλι αὐτὴ ἡ προσέγγιση δὲν ἦταν ἁπλή. Ἐπὶ τούτου ἐπινόησε τὴν σύνταξη ὡρισμένων σκέψεών του μὲ ποιητικὸ τρόπο. Αὐτὸ ὅμως χρειάζεται εἰδικὴ ἐπεξήγηση. Ἐδῶ, ἀρκεῖ νὰ ποῦμε ὅτι ἔγραφε ὡρισμένες φορές μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐκφράζεται κανείς, π.χ. ἕνας πάστορας, κηρύσσοντας. Ὁ προφορικός του αὐτὸς τρόπος, ἄλλες φορές, γιὰ συγκεκριμένες περιπτώσεις, εἶχε τὸν χαρακτηρισμό “Ἐποικοδομητικὲς ὁμιλίες”, ἄλλες “ὁμιλία γιὰ τὴν κοινωνία τῆς Παρασκευῆς”, “ἠθικο-θρησκευτ. μελέτες”, “Χριστιανικὲς ὁμιλίες” κ. ἄ. Τρόποι γιὰ νὰ πλησιάσουν τὸν “ἀγαπητὸ ἀναγνώστη”, τὸν “μεμονωμένο ἀναγνώστη” καὶ νὰ τοῦ μεταφέρουν τὸ περιεχόμενο ἐδαφίων τοῦ Εὐαγγελίου.
Δὲν χρησιμοποιοῦσε λογικὰ ἐπιχειρήματα. Ἐφόσον πρόκειται γιὰ τὴν Πίστη, ἡ λογικὴ δὲν ἔχει θέση. Προσπαθοῦσε νὰ μεταδώσει συναισθηματικὰ τὴν φλόγα του γιὰ τὸν Σταυρωμένο. Μιλοῦσε γιὰ τὴν Ἀλήθεια ἡ ὁποία εἶναι μία: ἡ ἐνσαρκωμένη Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὴν Ταπείνωσή Του. Μιλοῦσε γιὰ τὴν μαγεία τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κρίνων τῶν ἀγρῶν. Τὴν συμπόνοιά του γιὰ τὴν βάσανο τοῦ ἀγῶνα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης πρὸς ἐπίτευξιν τῆς σωτηρίας του. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν χρειάζεται ὑπεράσπιση ἢ ἀπολογία. Ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ θὰ τὸ κάνεις; Παίρνεις τὸν ρόλο τοῦ Θεοῦ;
Τὸ ἀδύνατο τῆς ἄμεσης μετάδοσης τῆς “ὀρθότητας” τοῦ ἀντικειμένου τῆς πίστεώς μας. Ἡ ἐπιτρεπομένη “Ἀπολογητική”.
Τὰ ἴδια μὲ τὰ παραπάνω, μὲ τὴν γραφίδα τοῦ Ν. Νησιώτη:
“Εἶναι φανερόν, ὅτι ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ τελικὸν καὶ ὕψιστον σημεῖον, πρὸς ἐξήγησιν τοῦ ὁποίου ὁδεύει εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς καὶ διὰ τῶν αἰσθητικῶν ἀκόμη ἔργων του ὁ Κ. Ἡ φιλοσοφία του εἶναι ἀδύνατον νὰ γίνῃ πλήρως κατανοητή, ἐὰν ὁ μελετῶν αὐτὴν δὲν γνωρίζῃ, ὅτι ὁ συγγραφεὺς ζῇ ὡς κυρίαν πηγὴν ἐμπνεύσεως τὴν διὰ τοῦ Σταυροῦ ὑποκειμενικὴν αὑτοῦ λύτρωσιν, τὴν ὁποίαν ἐπιθυμεῖ νὰ μὴ μεταδώσῃ εἰς τὸν ἀναγνώστην του ὡς γνῶσιν, ἀλλὰ νὰ βοηθήσῃ αὐτὸν νὰ ἀνακαλύψῃ ταύτην ὡς γεγονός, τὸ ὁποῖον δὲν κατανοεῖ ἡ λογική, ἀλλὰ ζῇ ὡς τὴν πρώτην καὶ ἀνωτέραν αὐτῆς ἀνάγκην καὶ πραγματικότητα ἡ ὕπαρξις. Ὁ ὑπαρξισμός του φέρει τὸν τύπον τῶν ἥλων, εἶναι σταυρικός. Μηδενίζει τὴν ὕπαρξιν, ἀφαιρῶν πᾶσαν ἐξωτερικὴν αὐτῆς αἴγλην καὶ πρὸς ὑποκειμενικὴν αὐτάρκειαν ὁδηγοῦσαν διανοητικὴν ἱκανότητα, ἵνα καταστήσῃ ταύτην ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἀπογνώσει κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσιν τοῦ ὑπὲρ αὐτῆς προσφερομένου ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἐπίσης ταπεινώσει καὶ ἀπελπισίᾳ Θεοῦ (* “Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί με ἐγκατέλιπες;” Ματθ. 27,46). “(Ν. Νησιώτη, σελ. 195)
............................
Ἐὰν ὅμως ἡ γνῶσις εἶναι ἀδύνατος, ἡ ἀναγνώρισις εἶναι δυνατή. Πρέπει νὰ δοθῇ καὶ εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο προσοχὴ διὰ νὰ μὴ γίνῃ ἐξεζητημένη κριτικὴ περὶ μονοπλεύρου τυχὸν ἀντιμετωπίσεως τοῦ προβλήματος τῆς ἀπολογητικῆς ὑπὸ τοῦ Κ.. Διότι, ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἀποκλείει εἶναι ἡ δυνατότης ἀποδείξεως ὑπάρξεως Θεοῦ καὶ ἡ ὀρθολογιστικὴ ἑρμηνεία τῆς ἀποκαλύψεως αὐτοῦ ἐν τῇ ἱστορία.* (*”Δὲν ἀποδεικνύω τὸν Θεόν, ἀλλὰ διὰ τῶν πράξεων Αὐτοῦ δύναμαι νὰ εὕρω Αὐτόν. Δὲν δύναμαι νὰ ἀποδείξω, ὅτι ὑπάρχει μία πέτρα, ἀλλὰ μόνον, ὅτι τοῦτο τὸ πρᾶγμα εἶναι μιὰ πέτρα.” VIII, 38) Δὲν περιπίπτει εἰς πλήρη ἄρνησιν τῆς πρὸς κατανόησιν τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἱκανότητος τῆς σκέψεως – ἄλλως τε εἰς τοιαύτην περίπτωσιν θὰ διέψευδεν ἑαυτὸν καὶ τὰ συγγράμματά του – ἀλλὰ διακηρύσσει, ὅτι διὰ τοῦ παραδόξου καὶ ἐπὶ τῇ βάσει τῶν γεγονότων τῆς δράσεως τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ ἱστορίᾳ θὰ κινηθῇ ἡ σκέψις διὰ νὰ μεταβάλῃ εἰς κατ' ἐπίγνωσιν τὸ ἀχώρητον ἐν τῇ λογικῇ. “Τοῦτο εἶναι τὸ ὑψηλότερον παράδοξον τῆς σκέψεως: νὰ ἀνακαλύψῃ τι, περὶ τοῦ ὁποίου αὐτὴ ἡ ἰδία δὲν δύναται νὰ σκεφθῇ” (ΧΙΙΙ, 38).
(Ν. Νησιώτη, σελ. 194)