Δυαδισμός, Δυϊσμός, διαρχία - Πανθεϊσμός (Dualismus-Pantheismus)
Θεολογικές, Φιλοσοφικὲς Ἀντιθέσεις
α. Πίστις καὶ Ἀμφιβολία
Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουμε κάποιον λόγο ἐπὶ πλέον νὰ εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ τιμοῦμε τὸν Κίερκεγκωρ. Γιὰ τὴν θεολογικὴ καὶ φιλοσοφικὴ τοποθέτησή του ἀπέναντι στὸν Διαφωτισμό. Μεταξὺ πολλῶν ἄλλων καὶ τὸ ἀκόλουθο λαμπρό - ἐμφανέστατο παράδειγμα: Οἱ φιλοσοφικοὶ ὅροι τοῦ Πλάτωνα καὶ τοῦ Ἀριστοτέλη δὲν ἔχουν τὸ ἴδιο νόημα στὸν Χριστιανισμό. Στὴν βυζαντινὴ Θεολογία τὸ περιεχόμενό τους ἄλλαξε, προσαρμοζόμενο στὶς ἀνάγκες τῶν ὅρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, δηλ. τῶν Δογμάτων τοῦ Χριστιανισμοῦ. Πλήν, ὅμως, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ ὅπως ξέρουμε ἀπὸ τὴν ἱστορία, οἱ Πλατωνικοὶ καὶ Ἀριστοτελικοὶ ὅροι (π.χ. «Ὑπόστασις», «Οὐσία», «Πρόσωπο» καὶ τὰ σχετικά) ἐπανῆρθαν στὶς Ὀρθόδοξες περιοχές, ὅπως ἡ Ἑλλάδα, μέσῳ τοῦ Διαφωτισμοῦ τῆς Δύσης, ἡ ὁποία ἀναγέννησε, ἐπανακάλεσε στὴ χρήση τὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ σκέψη. Αὐτὴ ἡ λογικὴ θρησκεία, ὁ λογικὸς Χριστιανισμός, ὁ Γνωστικισμὸς τῆς Δύσης, βρίσκεται σὲ ἀντίθεση ὡς πρὸς τὸ πνεῦμα καὶ τὴν οὐσία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, βρίσκεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἔτσι, ὁ νεοέλληνας, ὁ ὁποῖος πλέον ἀνήκει στὴν Δύση καὶ ἔχει ἀνατραφεῖ μὲ τὰ λογικὰ δεδομένα τῆς Δύσης, δυσκολεύεται νὰ κινηθεῖ στὸ πνεῦμα τῆς ὀρθόδοξης πίστης, ἐκτὸς ἂν εἶναι θεολόγος.
Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση, ἔρχεται ὁ Κίερκεγκωρ νὰ τὸν βοηθήσει: κάνοντας ὁ Κίερκεγκωρ κριτικὴ στὸν ἐπικρατοῦντα Ἑγελιανισμό, ἀποκαλύπτει τὰ ἐσκεμμένα λάθη τῆς speculative Philosophie ποὺ κυριαρχοῦσε, ἀπόλυτα στὸν Λουθηρανισμό, ἀλλὰ καὶ γενικώτερα στὴν Δύση. Εἶδε αὐτὴν τὴν ἀντίθεση, μέχρι παραλογισμοῦ, τῆς λογικῆς τοῦ Διαφωτισμοῦ, τὴν ἀνέλυσε καὶ τὴν διαπόμπευσε: π.χ. τὸ ἀντίθετο τῆς Πίστης, λέει ὁ Κίερκεγκωρ, δὲν εἶναι ἡ Ἀμφιβολία (ὅρα, ἀκόμα καὶ στὸν Πασκάλ). Τὸ ρῆμα Ἀμφιβάλω εἶναι γνωστικό. Τὸ Πιστεύω ἀνήκει σὲ ἄλλη κατηγορία. Δὲν θὰ μᾶς κάνουν νὰ δεχθοῦμε ὅτι μὲ τὴν γνώση θὰ ἐπιτύχουμε τὴν Πίστη. Τὸ ἀντίθετο τῆς Πίστης, κατὰ τὴν Ἁγία Γραφή, λέει ὁ Κίερκεγκωρ, εἶναι τὸ «Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, ἔθνεσιν (εἰδωλολάτρες) δὲ μωρίαν». Ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς δίνει τὴν ἀπάντηση καὶ ὄχι ἡ ἀρχαία Ἑλληνικὴ ὁρολογία. Ἡ Πίστη εἶναι Σκανδαλισμός τῆς Λογικῆς, κατὰ τοὺς Ἑβραίους, οἱ δὲ κατ’ ἐξοχὴν λογικοὶ Ἕλληνες θεωροῦν Μωρία, Ἀ-νοησία τὴν Πίστη.
β. «Existenz ist der Abstand zwischen Denken und Sein»
Κάποιοι φιλοσοφοῦντες θεολόγοι κάμνουν «ἔξυπνα» «τρικ» στὴν ἐπεξήγηση συγκεκριμένων φιλοσοφικῶν ὅρων, προκειμένου νὰ ἐπιτύχουν τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο περιεχόμενό τους. Παράδειγμα ὁ, κατ’ ἰδίαν παραδοχήν, ἑγελιανιστὴς γερμανὸς θεολόγος, Philipp Marheineke, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι ἡ μεγαλύτερη ἀντίθεση στὸν δυαλισμὸ βρίσκεται μεταξὺ Σκέψης καὶ Εἶναι, Denken καὶ Sein (ποὺ στὴν ἑγελιανὴ φιλοσοφία δὲν εἶναι κἄν ἀποφασιστικῆς σημασίας ἀντίφαση, ἀφοῦ θεωροῦνται ταυτόσημα, ὅπως «ἀπέδειξε» ὁ Καρτέσιος «σκέφτομαι, ἄρα ὑπάρχω). Ὁ Δανὸς συνομιλητής του Grundtvig, προτεστάντης δυαλιστής, ποὺ δὲν συμφωνοῦσε μὲ τὸν Καλβίνο, τοῦ ἀπήντησε ὅτι ἡ ζωντανὴ ἀντίθεσή του ἦταν ἡ Ζωὴ καὶ ὁ Θάνατος.
Ποιὸ ἁπλά: Κάποιος, ποὺ πιστεύει ὅτι ὑπάρχει ἀντίθεση μεταξὺ Θεοῦ - κόσμου, Θεοῦ - ἀνθρώπου, Θεοῦ - διαβόλου, καλοῦ - κακοῦ, χρονικοῦ - αἰώνιου, μόνιμου - παροδικοῦ, ἐμμένεια - ὑπέρβαση κ.ἄ., λέγεται δυαλιστής.
Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς εἶναι δυαλιστής. Ἄλλος, ὁ ὁποῖος πιστεύει ὅτι οἱ διάφορες ἀντιθέσεις ἤ καὶ ἀντιφάσεις στὴν οὐσία ἀλληλοσυμπληρώνονται καὶ ἀποτελοῦν στὸ τέλος ἕνα ἑνιαῖο ὅλο, σύνολο («ἕν καὶ πᾶν»), λέγεται μονιστής. Αὐτὸ τὸ πρέσβευε καὶ ὁ Ἕγελος, ἀλλὰ καὶ ὁ Σπινόζα. Ὁ Ἕγελος, ἰδεαλιστής, μὲ τὴ διαλεκτικὴ θεωρία του, ἕνωνε τὰ πάντα στὸν Θεό, ἐνῶ ὁ ὑλιστής Σπινόζα θεοποιοῦσε τὴν ὕλη. Πανθεϊστὲς λέγονται καὶ οἱ δύο.
Ἑπομένως, ἕνας Χριστιανὸς δὲν μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ἀντίθετος τοῦ Ἑγέλου, τῆς Speculative Philosophie καὶ τῆς φιλοσοφίας τοῦ Διαφωτισμοῦ, γενικά.
Ὁ Κίερκεγκωρ, σὺν τοῖς ἄλλοις, ἥ, μᾶλλον πρῶτα ἀπ’ ὅλα, διόρθωσε αὐτὸ ποὺ παγίδευε ὡρισμένους ἡ ἑλκυστικότητα τοῦ «σκέφτομαι, ἄρα ὑπάρχω», ἀποδεικνύοντας ὅτι ἡ «ὕπαρξη εἶναι ἡ ἀπόσταση μεταξὺ Σκέψης καὶ Εἶναι».
==============================================================
.