KierkegardHeader

 

.......................................................................

Ἡ Χριστολογικὴ θέση τοῦ ὕστερου Κίερκεγκωρ...

B.-
I.Teil. Die Christologie der Einübung im Christentum

1. Die Entwicklung von Kierkegards christologischer Position in: Philosophische Brocken, Erbauliche Rede (Tagebüchern), Einübung in Christentum

2. Das Prinzip des Helfers (Identität von Helfer und Hilfe)

3. Die unbedingte Liebe und ihre geheime Passion

4. Die doppelte Beziehung von Glaube und Ärgerniss

.........................................................................................................................

 

Πίστη_Αντικειμενική Αβεβαιότητα
       Εάν μπορώ να συλλάβω τον Θεό αντικειμενικά, τότε δεν πιστεύω· όμως ακριβώς επειδή δεν μπορώ, πρέπει να πιστέψω. Αν θέλω να διατηρήσω την πίστη μου, πρέπει να είμαι συνεχώς προσεκτικός για να κρατήσω την αντικειμενική αβεβαιότητα, για να παραμείνω στα βαθιά νερά, μήκους άνω των εβδομήντα χιλιάδων μέτρων, και για να διατηρήσω την πίστη μου. (Σαίρεν Κίερκεγκωρ)
       Wenn ich in der Lage bin, Gott objektiv zu erfassen, glaube ich nicht, aber gerade weil ich das nicht kann, muss ich glauben. Wenn ich mich im Glauben bewahren will, muss ich ständig darauf bedacht sein, die objektive Unsicherheit festzuhalten, um auf dem tiefen, über siebzigtausend Meter langen Wasser zu bleiben und meinen Glauben zu bewahren.
       “If I am capable of grasping God objectively, I do not believe, but precisely because I cannot do this I must believe. If I wish to preserve myself in faith I must constantly be intent upon holding fast the objective uncertainty so as to remain out upon the deep, over seventy thousand fathoms of water, still preserving my faith.” (Søren Kierkegaard)

.........................................
Πίστη
       «Σώσε με, Θεέ μου, από το να είμαι καμιά φορά απόλυτα σίγουρος· κράτησέ με ανασφαλή μέχρι το τέλος, έτσι ώστε όταν λάβω αιώνια ευδαιμονία, να μπορώ να είμαι πολύ σίγουρος ότι την έχω εξ αιτίας της χάρης Σου! Είναι σκιαμαχία, ξεκάθαρη πυγμαχία σκιών πρώτα να δίνει διαβεβαιώσεις ότι κάποιος πιστεύει ότι είναι χάρη - και στη συνέχεια να είναι απολύτως σίγουρος. Η αληθινή, ουσιαστική έκφραση της ύπαρξης της πίστης μέσω της χάριτος είναι ο φόβος και ο τρόμος της αβεβαιότητας. Εκεί έγκειται η πίστη, τότε υπάρχει πίστη.» (Søren Kierkegaard, Εποικοδομητικές Ομιλίες: "Resurrection of the Dead. Ανάστασις των νεκρών." (1848) )
       "Save me, O God, from ever being completely sure; keep me unsure until the end so that then, if I receive eternal blessedness, I might be completely sure that I have it by grace! It is empty shadowboxing to give assurances that one believes it is by grace -- and then to be completely sure. The true, the essential expression of its being by grace is the very fear and trembling of unsureness. There lies faith."
       «Rette mich, o Gott, davor, jemals ganz sicher zu sein· halte mich bis zum Ende unsicher, damit ich dann, wenn ich ewige Seligkeit erhalte, ganz sicher sein kann, dass ich es aus Gnade habe! Es ist leeres Schattenboxen, um zu versichern, dass man glaubt, dass es aus Gnade ist - und um dann ganz sicher zu sein. Der wahre, wesentliche Ausdruck seines Seins durch Gnade ist die Angst und das Zittern der Unsicherheit. Da liegt der Glaube.       

..........................................

Όταν ένα άτομο εγκαταλείπει την «αντικειμενική ανασφάλεια» ο Χριστιανισμός γίνεται περισσότερο οργανισμός παροχής υπηρεσιών... (Patricia Hofer)

       When a person abandons the "objective uncertainty," Christianity becomes more of a service organization....
       Wenn eine Person die "objektive Unsicherheit" aufgibt, wird das Christentum eher zu einer  Dienstleistungsorganisation...
…………………………………………………


Η λειτουργία της προσευχής δεν είναι να επηρεάζει τον Θεό, αλλά να αλλάζει τη φύση του ατόμου που προσεύχεται.
The function of prayer is not to influence God, but rather to change the nature of the one who prays.
Die Funktion des Gebets besteht nicht darin, Gott zu beeinflussen, sondern die Natur des Betenden zu verändern.

...........................................................

Χορευτής
      

       “...· γιατὶ τὸ ἀσύμβατο τῆς μεγαλοφυΐας μάταια γύρεψα νὰ τὸ κατασκοπέψω πάνω του. Καπνίζει τὴν πίπα του τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει· ὅταν τὸν ἔβλεπες, θὰ ὁρκιζόσουνα πὼς εἶναι ὁ κρεοπώλης ἀπὸ ἀπέναντι ποὺ τεμπελιάζει τὸ σούρουπο. Κάνει τὰ μονὰ ζυγὰ μὲ μιὰν ἀνεμελιά, σὰν νά 'τανε κανένας ἐπιπόλαιος ἀργόσχολος, κι ὡστόσο ἐξαγοράζει τὴν κάθε στιγμὴ ποὺ ζεῖ τὸν ἁρμόζοντα καιρὸ στὴν ἀκριβότερη τιμή, γιατὶ δὲν κάνει μήτε τὸ ἐλάχιστο παρεκτὸς δυνάμει τοῦ παράλογου. Καὶ ὡστόσο, ὡστόσο, μὰ θὰ μποροῦσα νὰ τρελαινόμουνα γι' αὐτό, ἂν ὄχι γι' ἄλλο πάντως ἀπὸ ζήλεια, ὡστόσο αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἔκανε καὶ κάνει κάθε στιγμὴ τὴν κίνηση τοῦ ἀπείρου. Ἀδειάζει μέσα στὴν ἄπειρη παραίτηση τὴν βαθιὰ μελαγχολία τῆς ζωῆς, γνωρίζει τὴν εὐδαιμονία τοῦ ἀπείρου, αἰσθάνθηκε τὸν πόνο τοῦ νὰ ἀπαρνηθεῖς τὸ πᾶν, τὸ πιὸ ἀγαπητὸ πράγμα ποὺ ἔχει κανεὶς στὸν κόσμο, κι ὡστόσο γεύεται τὸν πεπερασμένο κόσμο ἐξίσου καλὰ μ' ἐκεῖνον ποὺ οὐδέποτε γνώρισε ὑψηλότερο πράγμα, διότι ἡ παραμονή του στὸν πεπερασμένο κόσμο δὲν εἶχε ἴχνος δειλιασμένου καὶ ἀγωνιώδους γυμνάσματος, κι ὡστόσο αὐτὸς ἔχει τὴν ἀσφάλεια νὰ ἀγαλλιᾶ μὰ τὸν κόσμο, σὰν νά 'τανε τὸ βεβαιότερο ἀπ' ὅλα. Καὶ ὡστόσο, ὡστόσο ὁλόκληρη ἡ γήινη φυσιογνωμία ποὺ παράγει εἶναι ἕνα νέο πλάσμα δυνάμει τοῦ παραλόγου. Παραιτήθηκε ἄπειρα ἀπὸ τὰ πάντα, καὶ ἔπειτα ἄδραξε τὰ πάντα ξανὰ δυνάμει τοῦ παράλογου. Κάνει συνέχεια τὴν κίνηση τοῦ ἀπείρου, ὅμως τὴν κάνει μὲ τέτοια ὀρθότητα καὶ σιγουριά, ποὺ συνέχεια ἐξάγει τὸ πεπερασμένο, καὶ δὲν ὑπάρχει δευτερόλεπτο ποὺ νὰ διαισθάνεται κανεὶς τίποτα διαφορετικό. Θὰ πρέπει νά 'ναι η δυσκολότερη ἄσκηση γιὰ ἕναν χορευτή, νὰ φτάσει μὲ πήδημα σὲ μιὰ ὁρισμένη στάση, κατὰ τρόπο ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχει μήτε δευτερόλεπτο ποὺ νὰ παλεύει γιὰ τὴ στάση αὐτή, ἀλλὰ στὸ ἴδιο τὸ ἅλμα μέσα νά στέκεται στὴ στάση. Ἴσως κανένας χορευτὴς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κάνει – τοῦτο τὸ κάνει ἐκεῖνος ὁ ἱππότης. Τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων ζοῦν χαμένοι μέσα στὴν κοσμικὴ θλίψη καὶ τὴ χαρά, αὐτοὶ εἶναι οἱ θεατὲς ποὺ δὲν μπαίνουν στὸ χορό. Οἱ ἱππότες τοῦ ἀπείρου εἶναι χορευτὲς καὶ ἀνυψώνονται. Κάνουν τὴν κίνηση πρὸς τὰ πάνω καὶ ξαναπέφτουν, καὶ τούτη ἐπίσης εἶναι μία ὄχι δυστυχὴς ἀσχολία μήτε εἶναι ἄσχημο νὰ τὸ βλέπει κανείς. Ὅμως κάθε φορὰ ποὺ πέφτουνε, δὲν μποροῦν εὐθὺς νὰ πιάσουν τὴ στάση, παρατᾶνε μιὰ στιγμή, καὶ τοῦτο τὸ παραπάτημα δείχνει πὼς πάντως εἶναι ξένοι μὲς στὸν κόσμο· εἶναι περισσότερο ἢ λιγότερο ἐμφανές, σύμφωνα μὲ τὴν τέχνη ποὺ ἔχουνε, ὅμως κι ὁ πλέον τεχνίτης ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἱππότες δὲν μπορεῖ νὰ κρύψει ὡστόσο αὐτὸ τὸ παραπάτημα. Δὲν χρειάζεται νὰ τοὺς δεῖ κανεὶς στὸν ἀέρα, ἀρκεῖ ἁπλῶς νὰ τοὺς κοιτάξει τὴ στιγμὴ ποὺ ἀγγίζουνε κι' ἄγγιξαν τὴ γῆ – καὶ τοὺς γνωρίζει. Ὅμως νὰ μπορεῖ νὰ πέφτει κανεὶς κατὰ τέτοιον τρόπο ποὺ τὴν ἴδια στιγμὴ νὰ φαίνεται σὰν νὰ στεκόταν καὶ νὰ περπατοῦσε, νὰ μεταμορφώνεις τὸ πήδημα στὴ ζωὴ σὲ βάδισμα, ἀπολύτως νὰ ἐκφράζεις τὸ ὑψηλὸν πεζοπορικῶς -τοῦτο τὸ μπορεῖ μόνο ἐκεῖνος ὁ ἱππότης, - καὶ τοῦτο εἶναι τὸ μοναδικὸ θαῦμα.”
(Κίερκεγκωρ, Ἐπανάληψη, μετάφρ. Σοφία Σκοπετέα, σελ. 163ἑξ.)

..........................................................................

Σκάνδαλο (Πίστη) = παρουσία ἀνώμαλου γεγονότος, ποὺ προκαλεῖ τὴ δυσφορία τοῦ κοινοῦ.
Anstoß (Πίστη) = Σκάνδαλο, πρόσκρουση, πλήγμα.
Ärgerniß (Πίστη) = Σκάνδαλο, ἀγανάκτηση, δυσαρέστηση

-------------------------------------------------------------------

« “Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων.“ (Ἑβρ. 1,1)
    Ἐνταῦθα προσδιορίζεται κατὰ μοναδικὸν τρόπον ἡ ἔννοια τῆς πίστεως ὡς πεποιθήσεως ἐπὶ τὰ μέλλοντα, ...Ὁ ὅρος «ὑπόστασις», ὡς εἴδομεν, ἀπαντᾷ καὶ ἐν 1,3 καὶ 3,14, καθὼς καὶ ἐν Β΄ Κορ. 9,4 καὶ 11,17. Εἰς τὰς δύο τελευταίας περιπτώσεις οὗτος δηλοῖ κατάστασιν ἤ πραγματικότητα, ὑπ’ αὐτὴν δὲν τὴν ἔννοιαν χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος καὶ εἰς ὡρισμένας περιπτώσεις εἰς τοὺς Ο΄ (Βλ. H. Köster, «ὑπόστασις», ThDNT, VIII, 580ἑἑ, 584). Ἐν Ἑβρ. 1,3, ὡς εἴδομεν, οὗτος δηλοῖ τὴν ὀντολογικὴν διάστασιν ἢ ὕπαρξιν τῆς οὐσίας, τὸ ἐνυπόστατον αὐτῆς. Ἐν 3,14 ὅμως, ἄλλοι προσέδωκαν εἰς αὐτὸν τὴν ἔννοιαν τῆς ἀντικειμενικῆς πραγματικότητος (H. Köster, μν. ἔργ.) καὶ ἄλλοι τῆς ὑποκειμενικῆς τοιαύτης, ταυτίσαντες μάλιστα αὐτὴν πρὸς τὴν πίστιν (π.χ. Χρυσόστομος, Ζιγαβηνός, Moffatt, 48. Manson, 57 ἑ. Westcott, 86 ἑ. Bruce, 278. Spicq, II, 77 ἑἑ. T.H. Robinson, 34, 36 κ.λπ.). Ὀρθὴ βεβαίως εἶναι ἡ δευτέρα ἐκδοχή.
    Ἐν 11,1 ἡ «ὑπόστασις» τίθεται παραλλήλως πρὸς τὸν «ἔλεγχον», ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ ὑποκειμενικὴν λειτουργίαν τῶν ἀντικειμενικῶς ἱσταμένων πραγμάτων. Ὡς ἀνάκρισις, δηλαδή, βάσανος, ἔρευνα καί, εἰς τὴν προκειμένην περίπτωσιν, ἀπόδειξις ἢ τεκμήριον (πρβλ. Σοφοκλέους, Οἰδ. Τύρ., 603 Οἰδ. ἐπὶ Κολωνῷ, 1297. Φιλοκτήτης, 98. Πλάτωνος, Φαῖδρος, 273C, 278C. Ἀπολογία, 39C. Ἀριστοφάνους, Βάτραχοι, 786. Λυσιστράτη, 484. Εὐριπίδου, Ἱππεῖς, 1310, κ.λπ.), ὁ «ἔλεγχος» δηλοῖ τὴν ὑποκειμενικὴν βεβαιότητα, πεποίθησιν ἢ ἀπόδειξιν περὶ τῶν καθ’ ἑαυτὰ ὑφισταμένων πραγμάτων ἢ καταστάσεων, πολλῷ μᾶλλον ὅταν ταῦτα εἶναι «οὐ βλεπόμενα». Τοῦτ’ αὐτὸ ἰσχύει καὶ περὶ τῆς πίστεως, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν «ὑπόστασιν ἐλπιζομένων». Τόσον ὡς καρπὸς τῆς νοήσεως, ὅσον καὶ, κυρίως, ὡς ὑπόθεσις τῆς ἐλευθέρας βουλήσεως, διὰ τῆς ὁποίας ἐπιτυγχάνεται ἡ προσωπικὴ συνάντησις καὶ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἐξ Αὐτοῦ ἀπορρεουσῶν ἀχρόνων πραγματικοτήτων καὶ καταστάσεων, ἡ πίστις διαφέρει τούτων, καθ’ ἑαυτὰς ὑπαρχουσῶν ἀντικειμενικῶς. Ἄλλαις λέξεσιν, ὑφιστάμεναι καθ’ ἑαυταί, αἱ πραγματικότητες αὗται βιοῦνται ὡς πραγματικότητες διὰ τῆς πίστεως. Τὸ γεγονός, ὅτι αἱ πραματικότητες καὶ καταστάσεις αὗται δὲν βιοῦνται ὑποκειμενικῶς ὑπὸ τοῦ μὴ πιστεύοντος, δὲν ἐπηρεάζει τὴν ἀντικειμενικὴν αὐτῶν ὑπόστασιν καὶ ὕπαρξιν καθ’ ἑαυτήν, ἀλλὰ μόνον τὸν μὴ πιστεύοντα. Ἡ ἀντικειμενικὴ δηλαδὴ ὕπαρξις τῶν μεταφυσικῶν τούτων πραγματικοτήτων δὲν ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς πίστεως οὔτε καὶ προκαλεῖται αὕτη ἐξ αὐτῆς. Ἑπομένως, ὡς ὑποκειμενικὴ λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ πίστις καθιστᾷ ὑποκειμενικῶς πραγματικὰς εἰς τὸν πιστεύοντα τὰς ἀντικειμενικὰς πραγματικότητας, αἱ ὁποῖαι, ἀντιθέτως, δὲν γίνονται ὑποκειμενικῶς πραγματικαὶ εἰς τὸν μὴ πιστεύοντα (Περὶ τῆς οὐσίας τῆς πίστεως καὶ τῆς σχέσεως αὐτῆς πρὸς τὴν γνῶσιν, βλ. Κ.Ε. Παπαπέτρου, Ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ γνῶσις Αὐτοῦ, Ἀθῆναι 1969, σ. 80 - 123 καὶ Χ.Σ. Βούλγαρη, «Ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν Ἁγίαν Γραφήν», Θ ε ο λ ο γ ί α  63(1992) 648 - 693). Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται ὁ χαρακτὴρ τοῦ περιεχομένου τῶν βιβλίων τῆς Ἁγ. Γραφῆς, οἱ συγγραφεῖς τῶν ὁποίων δὲν προσπαθοῦν ν’ ἀποδείξουν ἀντικειμενικῶς τὴν ὕπαρξιν τῶν θείων πραγματικοτήτων, ἀλλ’ ἀντιθέτως, προτρέπουν πρὸς ὑποκειμενικὴν ἀποδοχὴν καὶ βίωσιν αὐτῶν διὰ τῆς πίστεως. Οὕτω δέ, ὡς κατάφασις τῆς ὑπάρξεως καὶ τοῦ χαρακτῆρος αὐτῶν, ἡ πίστις ὁδηγεῖ ἀκολούθως τὸν πιστεύοντα εἰς τὴν γνῶσιν αὐτῶν. Ἀντιθέτως, ὅταν ἡ πίστις ὑποστασιοποιεῖ μόνον ὑποκειμενικῶς, εἰς τὸν πιστεύοντα, καταστάσεις ἢ πραγματικότητας, καὶ ἀρνεῖται τὴν ἀντικειμενικὴν αὐτῶν ὑπόστασιν, αὕτη ἀποτελεῖ ἁπλῆν φαντασίωσιν, καὶ πίστιν ἢ γνῶσιν καθ’ ὓποβολήν, οἵαν συναντῶμεν εἰς τὸν Γνωστικισμὸν Τοῦτο, ἀκριβῶς, ἀποτελεῖ καὶ τὸ χαρακτηριστικὸν τῆς σκέψεως τοῦ R. Bultmann. Βλ. Theology of the N. Testament, N. Y. 1955, τ. I, σ. 65 ἑἑ.  The Presence of Eternity, N. York 1957. Glaube und Verstehen, II. Gesammelte Aufsätze, Tübingen 1952. Ἑρμηνεύων δὲ τὸ Ἑβρ. 11,1 ὁ Bultmann προσδιορίζει τὴν πίστιν ὡς ἐλπίδα, μὴ διακρίνων μεταξὺ αὐτῶν. Βλ. «πιστεύω, κ.λπ.», ThDNT, VI, 207. Τὴν διάκρισιν ὅμως τούτων ὑπογραμμίζουν οἱ πατέρες. Π.χ. Χρυσόστομος· «Ἔλεγχος γὰρ λέγεται ἐπὶ τῶν λίαν δήλων. Ἡ πίστις τοίνυν ἐστίν ὄψις τῶν ἀδήλων φησί, καὶ εἰς τὴν αὐτὴν τοῖς ὁρωμένοις φέρει πληροφορίαν τὰ μὴ ὁρώμενα. Οὔτε οὖν ἐν τοῖς ὁρωμένοις ἀπιστῆσαι ἐστιν, οὔτε πάλιν, εἰ μὴ τῶν ὁρωμένων σαφέστερον περὶ τῶν ἀοράτων πεπληροφόρηταὶ τις, πίστις εἶναι δύναται·  ’Ε π ε ι δ ὴ  γ ὰ ρ  τ ὰ  ἐ ν  ἐ λ π ί δ ι  ἀ ν υ π ό σ τ α τ α  ε ἶ - ν α ι  δ ο κ ε ῖ ,  ἡ  π ί σ τ ι ς   ὑ π ό σ τ α σ ι ν  α ὐ τ ο ῖ ς  χ α ρ ί ζ ε τ α ι ·  μ ᾶ λ λ ο ν  δ έ ,  ο ὐ  χ α ρ ί ζ ε τ α ι ,  ἀ λ λ ’  α ὐ τ ὸ  ἐ σ τ ι ν  ο ὐ σ ί α  α ὐ τ ῶ ν » (ὑπογράμμισις ἡμετέρα).
Θεοδώρητος· «Τὰ γὰρ οὐχ ὁρώμενα διὰ ταύτης (τῆς πίστεως) ὁρῶμεν, καὶ πρὸς τὴν τῶν ἐλπιζομένων θεωρίαν, ὀφθαλμὸς ἡμῖν γίνεται, καὶ δείκνυσιν ὡς ὑφεστῶτα τὰ μεδέπω γεγενημένα». Οἰκουμένιος· «Πίστις ἐστίν, αὑτὴ ἡ ὑπόστασις καὶ οὐσία τῶν ἐλπιζομένων πραγμάτων... Ἐστι δὲ ἡ πίστις, ἔλεγχος καὶ ἀπόδειξις τῶν οὐ βλεπομένων». Ζιγαβηνὸς· «Ἐπειδὴ γὰρ τὰ ἐλπιζόμενα οὐχ ὁρῶνται, μὴ ὁρώμενα δὲ δοκεῖ εἶναι ἀνυπόστατα, ἡ πίστις ὑπόστασις αὐτοῖς γίνεται, ὑφιστῶσα ταῦτα καὶ οὐσιοῦσα ἐν τῇ ψυχῇ τοῦ πιστεύσαντος»). Τοιουτοτρόπως, λοιπόν, ἡ πίστις εἶναι ἡ ἐν τῷ παρόντι ὑποκειμενικὴ ὑποστασιοποίησις τῶν ἀντικειμενικῶν ἀοράτων ὑποστάσεων, τὰς ὁποίας θὰ γνωρίσῃ καὶ ἀντικειμενικῶς ὁ πιστεύων  εἰς τὸ μέλλον (πρβλ. Α΄ Κορ. 13,9ἑ). Οὕτω δὲ πως προσδιορίσας τὴν πίστιν περὶ τῶν μελλόντων, ὁ συγγραφεὺς παρατηρεῖ, ὅτι τοιαύτη ἦτο καὶ ἡ πίστις τῶν «πρεσβυτέρων», διὰ τῆς ὁποίας οὗτοι εὐηρέστησαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ (στ. 2). «Πρεσβύτεροι» ἐνταῦθα εἶναι οἱ προπάτορες.
11,3 Πίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας ρήματι θεοῦ, εἰς τὸ μὴ ἐκ φαινομένων τὸ βλεπόμενον γεγονέναι.
     Πρὶν προβῇ εἰς τὴν παράθεσιν παραδειγμάτων προπατόρων ἀπὸ τοῦ στ. 4, ἐνταῦθα ὁ συγγραφεὺς προσδιορίζει καὶ δι’ ἄλλου τρόπου τὴν ἔννοιαν τῆς πίστεως ὡς «πραγμάτων ἔλεγχον οὐ βλεπομένων», λέγων ὅτι τὴν δημιουργίαν τοῦ κόσμου διὰ μόνου τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Γεν. 1,3. Ψαλ. 32,6· 9) γνωρίζομεν μόνον διὰ τῆς πίστεως, διότι αὐτὰ τὰ ὁποῖα βλέπομεν («φαινόμενα») δὲν κατεσκευάσθησαν ἀπὸ ὁρατὰ ὑλικά. Διὰ τῶν «αἰώνων» νοεῖται συνεκδοχικῶς τὸ περιέχον. Πρβλ. Χρυσοστόμου· «Δῆλον, φησίν, ἐστιν, ὅτι ἐξ οὐκ ὄντων τὰ ὄντα ἐποίησεν ὁ Θεός, ἐκ τῶν μὴ φαινομένων τὰ φαινόμενα, ἐκ τῶν οὐχ ὑφεστώτων τὰ ὑφεστῶτα. Πόθεν δὲ δῆλον, ὅτι καὶ ρήματι τοῦτο ἐποίησεν; ὁ μὲν γὰρ λογισμὸς οὐδὲν ὑποβάλλει τοιοῦτον, ἀλλὰ καὶ τουναντίον ἐκ τῶν φαινομέων τὰ μὴ φαινόμενα εἶναι. Διὰ ταῦτα μάλιστα οἱ φιλόσοφοι οὐδὲν φασιν ἐξ οὐκ ὄντων εἶναι, ψυχικὰ ὄντες, καὶ οὐδὲν τῇ πίστει ἐπιτρέποντες· ἁλίσκονται δὲ καὶ οὗτοι ὅμως, ὅταν μέγα τι καὶ γενναῖον εἴπωσι, τῇ πίστει αὐτὸ ἐπιτρέποντες... Πόθεν οὖν λέγεις δῆλον, ὅτι ὁ Θεὸς ρήματι πάντα ἐποίησε; λογισμὸς γὰρ τοῦτο οὐχ ὑποβάλλει, οὐδὲ παρῆν τις ὅτε ταῦτα ἐγίνετο. Ὑπὸ πίστεως· πίστεως γὰρ ἔργον ἡ κατανόησις...». Τοὐναντίον, ὁ Φίλων ἑπόμενος τῇ ἑλληνικῇ φιλοσοφίᾳ ἐδέχετο τὴν ἐξ ἀμόρφου ὕλης δημιουργίαν τοῦ κόσμου (Βλ. π.χ. Περὶ ἀφθαρσίας κόσμου, 5. Περὶ τοῦ θεοπέμπτους εἶναι τοὺς ὀνείρους, Ι, 76, κ.λπ.).» (Χρήστου Σπ. Βούλγαρη, ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΝ, ΑΘΗΝΑΙ 1993, σ. 308ἑἑ.)

11,1 Tro er fast tillid til det, man håber, overbevisning om ting, man ikke ser.

(Det nye Testamentes Oversættelse er autoriseret ved Kgl. Resolution af 15. Juni 1948.)

fast = τὸ σίγουρο, τὸ μόνιμο, τὸ διαρκές, ständig
tillid = ἐμπιστεύομαι, ἐμπιστοσύνη. Vertrauen.

11,1 Es ist aber der Glaube ein Beharren auf dem, was man hofft, sein Überzeugung von Tatsachen, die man nicht sieht.

(Die Heilige Schrift des Alten u. Neuen Testaments. ...nach dem Urtext übersetzt von Franz Eugen Slachter, Das Haus der Bibel, Genf - Zürich, 1971)
Beharren = ἐμμένω, ἐπιμένω, ἐγκαρτερέω. Καρτερία.

11,1 Der Glaube aber ist eine Verwirklichung (oder Grundlage) dessen, was man hofft, ein Überführtsein von Dingen, die man nicht sieht.
(Das Neue Testament. Revidierte Elberfelder Übersetzung. Freien Evangelischen Gemeinde KdöR)
Verwirklichung = πραγματοποίηση
Grundlage = θεμέλιο, βάση
Überführt sein = διακομίζω, μεταφέρω. Überführen = Das Erbringen des Nachweises von jmds. Schuld


=====================================================================

" 4. Die doppelte Beziehung von Glaube und Ärgerniss"

-----------------------------------------------------

51. Σκάνδαλο

= Ὁ ἀντίπους τῆς «Πίστεως» εἶναι ὁ «Σκανδαλισμὸς» καὶ ὄχι ἡ «Ἀμφιβολία» τῆς Spekulative Philosofie τοῦ Ἑγέλου (ποὺ σφραγίστηκε ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Διαφωτισμοῦ), ἔλεγε ὁ Κίερκεγκωρ. Τέθηκε ἡ «Ἀμφιβολία» ἐσκεμμένα, μολονότι αὐτὴ εἶναι κατηγορία τῆς «Γνώσης», ποὺ δὲν ἔχει κάτι τὸ κοινὸ μὲ τὴν «Πίστη». (Ὑπάρχει μελέτη σκανδιναβοῦ ἐρευνητὴ τοῦ Κίερκεγκωρ, στὰ Γερμανικά, στὴν ὁποία ἀναλύει ὅλες τὶς σημασίες τῆς ἑλληνικῆς λέξης ἀπὸ τὴν ὁμηρικὴ ἐποχὴ μέχρι τὴ σύχρονη. Ἀντίτυπο ὑπάρχει στὴ βιβλιοθήκη τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν.)


Κράτα το

Κράτα το

Κράτα το

Κράτα το


Συνδεθείτε

Άλμπουμ - Κατηγορίες

Φωτο - Αλμπουμ