Kierkegaard hält den Gegensatz zwischen geschichtlicher Existenz und ewiger Seligkeit auseinander, ja er verbreitert noch den Graben, der sie trennt. Das ist die Voraussetzung für den paradoxen Glauben Kierkegaards. Nur wenn diesseitige und jenseitige Welt, geschichtliche Wirklichkeit und Ewigkeit in jeder Hinsicht voneinander getrennt sind, es zwischen ihnen keine Vermittlung gibt – Kierkegaard verabscheut den hegelschen Begriff der Vermittlung –, kann der Glaube seine ganze paradoxe Kraft entfalten.
........................................
Ἀργεντινὰ Φοιτητι-τιτιβίσματα: Ὁ Κίερκεγκωρ Ὑπαρξιστής;
Syazna Maulida
Did Kierkegaard say he was a figure of existentialism?
Steven Dunn Όχι, όχι.
Derek Adrian Αυτή η ετικέτα εφευρέθηκε αργότερα. Δεν υπήρχε ως ιδέα κατά την εποχή του Κίρκεγκωρ
Jordan Karausky Αναρωτιέμαι πότε επινοήθηκε ο όρος...
Steve Lawrence Νόμιζα ότι ήταν ο Σαρτρ ή ο Καμύ...?
Syazna Maulida Κάνω έρευνα για το kierkegaard ως σχήμα υπαρξισμού.
Και ο δάσκαλός μου ρώτησε αν υπάρχουν αποδείξεις ότι ο Κίρκεγκωρ είπε ότι είναι υπαρξιστής;
Jordan Karausky Λοιπόν ξεκίνησε κάπως το κίνημα. Δεν αποκαλούσε τον εαυτό του έτσι, απλά έκανε κάτι μοναδικό. Νομίζω ότι άλλοι άνθρωποι ονόμασαν αυτό που έκανε "υπαρξισμό" και συνέχισαν στο πνεύμα του έργου του
Syazna Maulida Jordan Karausky τι είναι κάτι μοναδικό;
Syazna Maulida Πράγμα που μπορεί να δείξει ότι είναι μια φυσιογνωμία υπαρξισμού
Jordan Karausky Syazna Maulida λοιπόν ήταν μοναδικό δεδομένης της χρονικής περιόδου του σίγουρα. Οι περισσότεροι άνθρωποι έκαναν Hegelian φιλοσοφία, αλλά ο Kierkegaard δεν επικεντρωνόταν στα ίδια πράγματα. Ο Χέγκελ θεώρησε ότι η ουσία υπόκειται, οπότε όλα ήταν μυαλό και οι άνθρωποι απλά συμμετέχουν σε αυτή τη συλλογική δράση του παγκόσμιου πνεύματος. Ο Kierkegaard έλεγε κάτι διαφορετικό · δηλαδή, (και αυτό εξαρτάται από το τι διαβάζεις γι ' αυτό πάρε αυτό με έναν κόκκο αλατιού) πώς ένα άτομο μπορεί να είναι ένα άτομο, πραγματικά πιάνοντας τον εαυτό του ως εαυτός, παρά να είναι απλά ένα άλλο ένα κομμάτι σε αυτό τεράστιο συνολικό που λέγεται παγκόσμιο πνεύμα. Για τον Χέγκελ, και τους περισσότερους στοχαστές εκείνης της εποχής, όλα αφορούσαν τη συλλογική συνείδηση και την πορεία της ιστορίας, αλλά για τον Κίερκεγκωρ, η ζωή και την ανθρώπινη εμπειρία επικεντρωνόταν στην εσωτερική γνώση και κατασκευή του ατόμου. Αυτή η εστίαση στον εαυτό, και το τι είναι να υπάρχεις ως εαυτός, ήταν αυτό που τον χώρισε.
Βγάζει νόημα αυτό;
Jordan Karausky Syazna Maulida // Το οποίο μπορεί να δείξει ότι είναι μια φιγούρα υπαρξισμού // Ω σίγουρα, αλλά δεν θα τον ακούσετε να λέει αυτό, απλά έγραφε αυτό που ένιωθε ότι έλειπαν οι άνθρωποι. και σίγουρα αντιδρούσε έντονα στην απρόσωπη φύση του Λουθηρανισμού στην Κοπεγχάγη
Syazna Maulida Στο βιβλίο του Kierkegaard εξηγεί τον Kierkegaard ως υπαρξισμό;
Lao Tong Ο Kierkegaard πήγε στο Βερολίνο για να παρακολουθήσει τις διαλέξεις του Schelling και επέστρεψε απογοητευμένος επειδή ο Kierkegaard πίστευε ότι ο Schelling δεν είχε τη σωστή έννοια της πραγματικότητας
Leo Krisp Πιθανότατα ήταν μια τυπικότητα που έπρεπε να τηρήσει για να υποβάλει τη διατριβή του μεταπτυχιακού του.
Yuri Forbes-Petrovich ...επειδή ο υπαρξισμός ήταν ένας όρος που επινοήθηκε έναν αιώνα μετά το θάνατό του στη Γαλλία. Αν ο Κίερκεγκωρ αποκαλούσε τον εαυτό του πατέρα του υπαρξισμού, θα ήταν και ο πατέρας του ταξιδιού στο χρόνο.
Steve Lawrence Jordan Karausky σύμφωνα με τη Wikipedia ήταν κάποιος να καλέσει τον Gabriel Marcel
Jordan Karausky Steve Lawrence ενδιαφέρον! Προφανώς αρχικά επινοήθηκε από αυτόν τον τύπο για τον Σαρτρ. Αρχικά το απορρίπτει και μετά έρχεται αργότερα.
Stephen Backhouse Πιστεύω ότι η λέξη "υπαρξισμός" εμφανίζεται στη μετάφραση του Φόβου και Τρέμοντας. Δεν μπορώ να θυμηθώ την ακριβή αναφορά και δεν ξέρω τον αρχικό δανικό όρο που θα είχε προσελκύσει αυτή την απόδοση.
Σίγουρα ο SK μπορεί νόμιμα να αποκαλείται πατέρας του υπαρξισμού ακόμα και αν ο ίδιος δεν αυτοαποκαλούσε τον εαυτό του.
Mads Lykke Dahlgaard Όχι, αλλά μιλάει αρκετά για υπάρχοντα, άρα και για υπαρξισμό.
::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::
Στὰ κείμενα ποὺ ἀκολουθοῦν ἀναφέρονται τέσσερα πρόσωπα:
τοῦ Kierkegaard, τοῦ K. Barth, τοῦ Fr. Gogarten, τοῦ Hegel καὶ τοῦ Heidegger.
--Ὁ Heidegger ἀντιπροσωπεύει τὴ ἄθεη ὑπαρξιστικὴ φιλοσοφία,
--οἱ K. Barth καὶ Fr. Gogarten διατείνονται ὅτι ἡ “διαλεκτική τους θεολογία” ἔχει ὡς ἐπαφὴ μὲ τὴν φιλοσοφία τοῦ Kierkegaard τὴν κοινὴ θέση τους (!) στὸ σημεῖο τῆς“ἀπείρου ποιοτικῆς διαφορᾶς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο”,
--ὁ Hegel, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι μὲ τὸ Διαλεκτικὸ Σύστημά του ἕνωνε τὰ πάντα μὲ τὸν Θεό. Ἦταν μονιστής, ἰδεαλιστής,
--ὁ Kierkegaard θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ὡς στοχαστὴ τῆς ὑπάρξεως.
Τὰ πρόσωπα αὐτὰ ἀντιπροσωπεύουν τρεῖς κατευθύνσεις:
--Ὁ Kierkegaard εἶναι δυϊστής Χριστιανός,
--οἱ K. Barth καὶ Fr. Gogarten κ.ἄ. εἶναι Xριστιανοί, ἀλλὰ καὶ πολὺ κοντὰ στὸν Hegel καὶ τὸν μονισμό,
--ὁ Heidegger ἀντιπροσωπεύει τὴν ἄθεη ὑπαρξιστικὴ φιλοσοφία.
.................................................................................................
Ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ὑπάρχουν καὶ παρεξηγήσεις ἑρμηνειῶν, κυρίως στὶς μεταφράσεις: μία ἀπὸ τὶς συνήθεις ἐκφράσεις τοῦ Κίερκεγκωρ γιὰ τὴν “ἄπειρη διαφορά”: Opgaven har beskjeftiget mig uendeligt..., Hat mich unendlich wenig beschäftigt Αὐτὸ τὸ καθῆκον, ἡ ὑποχρέωση μὲ ἀπασχόλησε ἀτελείωτα λίγο (Pap, X 6 B 4,3 +46, seite 246, SK Erbauliche Reden 1850-51)
---------------------------------------------------------------------------
die „dialektische“ Theologie (K. Barth, Fr. Gogarten κ. ἄ.)
Ἡ “διαλεκτικὴ Θεολογία” διατείνεται ὅτι ἡ ἐπαφή της μὲ τὴν θεολογία τοῦ Κίερκεγκωρ βρίσκεται στὸ σημεῖο τῆς “ἀπείρου ποιοτικῆς διαφορᾶς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο”.
(Bohlin, Torsten „Kierkegaards dogmatische Anschauung“ , 2te Teil, s. 491. Bertelsmann 1927) :
“Der hier entwickekte Gedankengang berürt sich offenbar mit der -auffassung von Tod und Auferstehung Christi, wie sie sich jetzt in der „dialektischen“ Theologie findet- bei K. Barth und Fr. Gogarten. Diese Verwandtschaft ist im ersten Augenblicke überraschend, da die „dialektische“ Theologie von einer allgemeinen grundsätzlichen Voraussetzung ausgeht, die in voller Antithese zu Hegels grundsätzlichen Ausgangspunkt steht, nämlich von der Annahme eines absoluten Qualitätsunterschiedes zwischen Gott und Mensch.
Aber in beiden Fällen ist das scheinbare starke Betonen des Versöhnungstodes Christi und der Auferstehung Christi als historischer Heilstatsachen im Grund der Ausdruck einer negatinen Stellung zur geschichtlichen Offenbarung. Hegel kommt aber dem konkreten Glauben insofern näher, als er durch hervorheben der Immanenz Gottes oder des Reiches des heiligen Geistes doch immer den Glauben als eine psychologisch = geschichtliche Tatsache festhält.
...Tatsächlich liegen auch zweifellos gewisse geschichtliche Verbindungslinien zwischen der Religiosphilosophie Hegels und dieser ihrer völligen Antithese, der „dialektischen“ Theologie, vor. Diese Frage hier näher zu behandeln ginge jedoch über die hier gestellte Aufgabe hinaus.”
Ὅμως, καὶ οἱ δύο περιπτώσεις, αὐτῆς τῆς “Διαλεκτικῆς Θεολογίας” καὶ αὐτῆς τοῦ Ἑγέλου, ὁδηγοῦν στὸν μονοθεϊσμὸ καὶ δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὸν Κίερκεγκωρ.
“Δυνάμεθα τώρα νὰ κατανοήσωμεν καλύτερον τὸν Heidegger. Ἡ ἀντίθεσις Θεοῦ καὶ Κόσμου, ἡ κηρυχθεῖσα ὑπὸ τοῦ Kierkegaard, εἶναι δι' αὐτὸν ἀπόλυτος. Ὁ φιλόσοφος τοῦ κόσμου εἶναι ὁ τραγικὸς μελετητὴς τοῦ σκότους ἀπέναντι τοῦ φωτός, τὸ ὁποῖον διαφαίνεται ἀμυδρῶς εἰς τὸν φωτισμὸν τοῦ “ἀνοίγματος” τοῦ Ὄντος ἐντὸς τῆς “κοσμικῆς νυκτός”.” (Νικ. Α. Νησιώτη, Ὑπαρξισμὸς καὶ Χριστιανικὴ Πίστις, Β΄ Ἔκδοσις, Ἀθῆναι 1969, σελ. 239)
«Ἄπειρη διαφορὰ τοῦ θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο»
Kierkegaard und die "Dialektische Theologie"
(Σχόλια στὸ "Einübung im Christentum" σελ. 77)
"...zwischen Gott und Mensch sei ein unendlich klaffender Unterschied. Eben diese Situation, dass Gott, das "Unbedingte",13 so niedrig ist und so nahe kommt, ist der eigentliche Skandal. In diesem Zusammenhang steht dann auch der berühmt gewordene Satz: „zwischen Gott und Mensch“ sei „ein unendlich klaffender Unterschied“.14 Das ist kein dogmatisches oder metaphysisches Prinzip, sondern die Bezeichnung der Spannung, in der die Situation der Gleichzeitigkeit auszuhalten und somit definiert ist: „Das Vergangene ist nicht Wirklichkeit: für mich; nur das Gleichzeitige ist Wirklichkeit für mich“,15 oder: „diese Gleichzeitigkeit ist Bedingung des Glaubens, und näher bestimmt ist sie der Glaube“!16
..................................................................
13 IC in SKS 12, 75 / EC in GW1 18, 62.
14 IC in SKS 12, 75 / EC in GW1 18, 62.
15 IC in SKS 12, 76 / EC in GW1 18, 63.
16 IC in SKS 12, 17 / EC in GW1 18, 5.
.................................................................
Μία ἀπὸ τὶς συνήθεις ἐκφράσεις τοῦ Κίερκεγκωρ γιὰ τὴν “ἄπειρη διαφορά”: Opgaven harbeskjeftiget mig uendeligt, Hat mich unendlich wenig beschäftigt Αὐτὸ τὸ καθῆκον, ἡ ὑποχρέωση μὲ ἀπασχόλησε ἀτελείωτα (Pap, X 6 B 4,3 +46, seite 246, SK Erbauliche Reden 1850-51)
Ἡ πασίγνωστη αὐτὴ φράση τοῦ Κίερκεγκωρ κρύβει, ἐκτὸς ἀπὸ μιὰ ἀνακρίβεια στὴν ἑρμηνεία της, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ δογματικὸ λάθος, κρύβει καὶ μιὰ "ἀπείρως χάσκουσα διαφορὰ", "ἄπειρη διαφορὰ" μεταξὺ τῶν θέσεων τοῦ Κίερκεγκωρ καὶ τῆς "Διαλεκτικῆς Θεολογίας" τοῦ Karl Barth, τοῦ Rudolf Bultmann, τοῦ Diem κ. ἄ. Εἶναι μιὰ δογματικὴ διαφορὰ μεταξὺ τῶν Γερμανῶν καὶ τῶν Δανῶν θεολόγων τῆς Εὐαγγελ.- Λουθηρανικῆς Ἐκκλησίας.
Ἐμφανίζεται, “αἴφνης” στὴν ἑρμηνεία τῶν χωρίων 2. Kor 5, 18f., Röm 3, 24ff., 1. Tim 2, 5 τὸ πνεῦμα τῆς “Μεσολάβησης - Mediation" τοῦ Ἑγέλου:
"...Kierkegaard unterscheidet begrifflich zwischen Versöhnung (dän. Forsoning), Erlösung (dän.Forløsning) und Aussöhnung (dän. Forligelse).75 Dabei steht Versöhnung im begrifflichen Kontext von Opfer und Sünde,76 Erlösung im Kontext von Sühne(ἐξιλασμός)77 und Aussöhnung(συμφιλιώνω) im Kontext des Mittleramtes(ὁ μεσίτης Χριστός, ἀξίωμα)78 bzw. der Folgen der Versöhnung.79(Πρόσεξε τὴν ὑποσημείωση) Kierkegaard setzt wie immer all dies voraus und akzentuiert deutlich auf Aussöhnung, d.h. das Abendmahl ist die Situation der realen Präsenz der Aussöhnung der Schuldigen mit dem Versöhner selbst. Der Ort dieser Wendung ist das Christusbild, seine Gegenwart ist das „Mahl der Aussöhnung“.80 Kierkegaard also macht Voraussetzungen: traditionelle (lutherische) Dogmatik, Gottesdiensterfahrung, biblische Narrativität; er erfasst zugleich aber alles neu und verändert die eigenen Voraussetzungen, weil er
…............................................................
71 S.o. Anm. 36.
72 CT in SKS 10, 299,26 / CR in GW1 15, 301.
73 CT in SKS 10, 299,30–35 / CR in GW1 15, 301.
74 CT in SKS 10, 300,6–10 / CR in GW1 15, 302.
75 Vgl. zu Versöhnung und Aussöhnung in CT in SKS 10,300; die dt. Übersetzung in CR in GW1 15, 302 macht diese Differenz nicht.
76 2. Kor 5, 18f.
77 Röm 3, 24ff.
78 1. Tim 2, 5.
79 2. Kor 5, 18. In der Durchführung(διεξάγω, διεκπεραιώνω) dieser Begrifflichkeit liegt offenbar ein Unterschied zwischen der dän. und der dt. dogmatischen Tradition. Ich verdanke diese Hinweise Niels Jørgen Cappelørn; vgl. auch N. J. Cappelørn, 2006 (s.o. Anm. 23), S. 40f., 59ff.
80 CT in SKS 10, 300,22–26 / CR in GW1 15, 302.
…...................................................................
(Christologische Motive in den Christlichen Reden σ. 268)
sie in ein Medium integriert, das weder nur objektive Lehre und Institution noch nur historische Texterinnerung darstellt, sondern mit aller Entschiedenheit Gegenwart – die Präsenz der Rede. Deshalb sind Kierkegaards Abendmahlsreden der Versuch, Realpräsenz zu vollziehen (und nicht zu zitieren, zu fordern, zu beweisen etc.)...."
...................................................................................
Σχόλια στὶς παρατηρήσεις τοῦ καθηγ. κ. Χ. Σπ. Βούλγαρη στὴν ἔκφραση τοῦ Κίερκεγκωρ «ἀπόλυτη διαφορά»)
1. Στὴν "ἄπειρη ἀπόσταση" ὁ Κίερκεγκωρ ἀντιπαρατάσσει τὸ Πνεῦμα, ὡς τρίτο συστατικὸ τοῦ ἀνθρώπου.
2. Ἡ Μεσολάβηση "Mediation" τοῦ Ἑγέλου εἶναι ἀπαράδεκτη στὸν Κίερκεγκωρ.
3. Πῶς μποροῦν νὰ συνδέονται οἱ τῆς Διαλεκτικῆς Θεολογίας μὲ τὸν Kierkegaard ὅταν εἶναι συνεχιστὲς τοῦ Hegel;
..................................................................................
«Φιλοσοφικὰ ψίχουλα»
«...ἡ διάνοια, ὁρίζοντας τὸ Ἄγνωστο ὡς διαφορετικό, τελικὰ πλανᾶται καὶ συγχέει τὴ διαφορὰ μὲ τὴν ὁμοιότητα; Ἀλλὰ ἀπὸ αὐτὸ φαίνεται νὰ συνάγεται κάτι ἄλλο: ὅτι ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γνωρίσει κατιτὶ γιὰ τὸ Ἄγνωστο (τὸν θεό) ὀφείλει ἀρχικὰ νὰ τὸ γνωρίσει ὡς διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτό, ἀπολύτως διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτό. Ἀπὸ μόνη της ἡ διάνοι δὲν μπορεῖ νὰ τὸ μάθει (ἐπειδή, ὅπως εἴδαμε, εἶναι μιὰ ἀντίφαση). γιὰ νὰ τὸ κατορθώσει, πρέπει νὰ ἔχει τὴν ἐπικουρία τοῦ θεοῦ, ἀλλά, καὶ σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸ καταλάβει καί, συνεπῶς, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ γνωρίσει. γιατὶ πῶς θὰ κατανοοῦσε τὴν ἀπόλυτη διαφορά;
Ἂν αὐτὸ δὲν εἶναι σαφὲς ἀμέσως, θὰ γίνει σαφέστερο στὶς συνέπειές του. Ἂν ὁ θεὸς διαφέρει ἀπολύτως ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, αὐτὸς διαφέρει ἀπολύτως ἀπὸ τὸν θεό, ἀλλὰ πῶς θὰ τὸ ἀντιλαμβανόταν αὐτὸ ἡ διάνοια; Φαίνεται πὼς ἐδῶ ἀγγίζουμε κάτι παράδοξο. Ἤδη, γιὰ νὰ ξέρει ὅτι ὁ θεὸς εἶναι κάτι τὸ διαφορετικό, ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη τὸν θεό. καὶ νὰ ποὺ μαθαίνει ὅτι ὁ θεὸς διαφέρει ἀπολύτως ἀπὸ αὐτόν. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἀπόλυτη διαφορὰ τοῦ θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ σχετίζεται μὲ αὐτὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει στὸν θεό (γιατί, ὑπ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια, ὁ ἄνθρωπος συγγενεύει μαζί του), ἀλλὰ μὲ αὐτὸ ποὺ ὀφείλει στὸν ἑαυτό του ἤ στὴν ἴδια του τὴν ἐνοχή. Σὲ τί συνίσταται, λοιπόν, ἡ διαφορά, ἂν ὄχι στὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, μιὰ καὶ ἡ διαφορά, ἡ ἀπόλυτη διαφορά, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὀφείλει νὰ εἶναι ἔνοχος γι’ αὐτό.
Παραπάνω, αὐτὸ τὸ ἐκφράσαμε λέγοντας ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ ἀ(ν)-αλήθεια, καὶ αὐτὸ ὀφείλεται σὲ δικό του σφάλμα. καὶ συναινέσαμε ἀστεϊζόμενοι, ἀλλὰ μὲ σοβαρότητα ἐντούτοις, ὅτι παραπάει νὰ ἀπαιτοῦμε ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο νὰ τὸ ἀνακαλύψει μόνος του. Νά, λοιπόν, ποὺ ξαναπέφτουμε στὴν ἴδια ἀνακάλυψη. Ὁ ἀνθρωπογνώστης ἔνιωσε ἀμηχανία ἀπέναντί της, προσκρούοντας στὴ διαφορά. ἀναρωτιόταν, μάλιστα, μήπως ἦταν ἕνα τέρας πιὸ τρομερὸ ἀπὸ τὸν Τυφώνα, ἢ ἂν εἶχε μέσα του κάτι θεῖο. Τί τοῦ ἔλειπε, λοιπόν; Ἡ ἐπίγνωση τοῦ ἁμαρτήματος, ποὺ ἦταν ἀνίκανος νὰ διδάξει στοὺς ἄλλους, ὅπως καὶ νὰ τοῦ τὴ διδάξει κάποιος ἄλλος, καὶ μόνο ὁ θεὸς μποροῦσε νὰ τοῦ τὴ μάθει - ἂν ἤθελε νὰ πάρει τὸν ρόλο τοῦ δασκάλου. («Φιλοσοφικὰ Ψιχία», Μετάφρ. Κ. Παπαγιώργη, Ἐκδόσεις Καστανιώτη, Τὸ Ἀπόλυτο Παράδοξο, σ.88.)
----------------------------------------------------------------------------------------------
“Im Hinblick auf das Anthropologische, auf die Betonung des prinzipiellen Unterschieds zwischen Gott und Mensch, Kierkegaard sagt daß das Verhältnis zwischen Gott und Mensch ist ein Gegensatzverhältnis. Es gibt keine Analogie oder Verhältnisgleichheit, die zulassen könnte, den Menschen als einen Halbgott aufzufassen. Der Mensch ist Sünder, und soll er aufhören, Sünder zu sein, muss es durch Gottes Gnade geschehen. Ein Mensch kann nicht seines Nächsten Lehrer sein und ihm zu seiner ewigen Seligkeit verhelfen. Der Mensch ist ein Erdenkloss und Fleisch und kann daher nicht das Werk des Geists tun, welches ist, zu erlösen. Aber Dualismus bei Kierkegaard ist nicht Manichäismus, er begründet keinen unausgleichbaren Gegensatz zwischen Seele und Leib. Kierkegaard definiert den Menschen geradezu als eine Synthese von Seelischem und Leiblichem, und diese Synthese kommt mit Hilfe eines dritten Faktors zustande, der den Namen Geist trägt. Zwischen Gott und Mensch waltet indessen ein Gegensatz. Humanum non capax est Divini, das Menschliche kann nicht das Göttliche in sich fassen.” (Dr. Søren Holm, Grundtvig og Kierkegaard)
...............................................................................................................