Gjentagelsen είναι Νορβηγική λέξη και σημαίνει επανάληψη.
“Ο Heinrich Barth μας πληροφορεί ότι δανιστί η λέξις Επανάληψις δεν έχει την έννοιαν της γερμανικής λέξεως» «Wiederholung», αλλά της «Wiederaufnahmen» δηλαδή της επαναρχίσεως και συνεχίσεως ενός αρξαμένου έργου («Kierkegaard der Denker» in «Zwischen der Zeiten» 1926, σ.210).” (Ν.Α. Νησιώτη, Υπαρξισμός και Χριστ. Πίστις, σ. 199, υποσημείωση Νο1.)
::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::
Ἡ ἀληθινὴ ἐπανάληψη (Gjentagelsen)
" Μὲ τὸν πόνο ὁ Θεὸς κρατᾶ τὸν ἄνθρωπο σὲ ἐπαγρύπνηση (ἑτερογενὴς μὲ αὐτὸν τὸν κόσμο) γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Αὐτὴ ἡ ἑτερογένεια (στὴν ἔκφρασή της βρίσκεται ὁ πόνος) συνίσταται στὴ σχέση μὲ τὸ αἰώνιο, μὲ τὴ συνειδητότητα τῆς αἰωνιότητας. Ὅπου δὲν ὑπάρχει πόνος, δὲν ὑπάρχει κἄν ἡ συνείδηση τῆς αἰωνιότητας καί, ὅπου ὑπάρχει συνειδητοποίηση τῆς αἰωνιότητας, ὑπάρχει ἐπίσης πόνος.
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ κατάσταση ἦταν αύτή: ὁ πόνος (ἡ δοκιμασία) διαρκοῦσε μερικὰ χρόνια καὶ ἔπειτα, ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀποκτήθηκε ἡ ἰκανοποίηση ποὺ εἶναι ὁμοιογενὴς μὲ αὐτὴ τὴ γῆ. Ὁ Θεὸς βάζει σὲ δοκιμασία τὸν Ἀβραάμ, κάνει σὰν νὰ ἤθελε νὰ θυσιάσει τὸν Ισαὰκ ἀλλά, στὴ συνέχεια, ἡ δοκιμασία περνᾶ, ὁ Ἀβραὰμ ἀποκτᾶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ ἡ χαρά του δίνεται σὲ αὐτὴ τὴ ζωή - ἑπομένως, ὁ Ἀβραὰμ δὲν δείχνει οὔτε κἄν τὴ συνείδηση τῆς αἰωνιότητας, ἀφοῦ ὁ πόνος δὲν φτάνει μέχρι τὸ τέλος. Ὁ Χριστιανισμὸς ὑποφέρει μέχρι τὸ τέλος – εἶναι ἡ συνείδηση τῆς αἰωνιότητας.
Ὅσο γιὰ μένα, εἶχα μιὰ εὐκαιρία, ἀφοῦ τὸ συνειδητοποίησα αὐτό, νὰ τὸ καταλάβω. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἔχω ὑποστεῖ τὴν ἀρχικὴ ἀνομοιογένει (ἑτερογένεια) μὲ αὐτὴν τὴν ὕπαρξη. Ὡστόσο, αὐτὸς ὁ πόνος ἦταν ἐπίσης γιὰ μένα ἡ ἔκφραση ὅτι μὲ μιὰ ἄλλη ἔννοια μὲ εἶχε ἀναγνωρίσει περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι γενικά. Αὐτὸς ὁ πόνος ἀπὸ τὴν ἀρχική ἑτερογένειά μου μὲ ἔκανε διπλὰ ὀξυδερκὴ ὅταν ἔφτασα νὰ ὑποφέρω καὶ νὰ ἀντιμετωπίσω συμπονετικὰ τὰ βάσανα ἑνὸς ἄλλου, τὸν πόνο κάποιου ἄλλου, κάνοντας μιὰ κοπέλα νὰ ὑποφέρει.
Ἔτσι ἔζησα· ἀλλὰ παρ’ ὅλα τὰ βάσανα, ποτέ δὲν θὰ μπορέσω νὰ εὐχαριστήσω ἀρκετὰ τὸν Θεὸ γιὰ ὅσα ἔχει κάνει γιὰ μένα.»
S. Kierkegaard, "Papirer", Χ4 Α 600.
::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::
Τί εἶναι Ἐπανάληψη γιὰ τὸν Κίερκεγκωρ; (Παράδειγμα: Ὁ Ἰώβ)
«Μετὰ ἀπὸ πειράματα ποὺ ἔκανε στὸν ἑαυτό του (π.χ. πηγαίνοντας γιὰ δεύτερη φορὰ στὴν ἴδια θεατρικὴ παράσταση ποὺ τὸν εἶχε συγκινήσει κ.ἄ.). Τέλος, συνεπέρανε ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ βροῦμε τὴν ἐπανάληψη σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, πῶς τοῦτο θὰ συμβῆ στὸν ἄλλο κόσμο, καὶ μάλιστα διὰ τῆς πίστεως. Κι’ ὡστόσο, προσέθετε: ἂν ζήσωμε μὲ τὴν πίστη, ἴσως μπορέσωμε ἐν τέλει ἀκόμη καὶ νὰ ξαναβροῦμρ τὴν ἐπανάληψη σ’ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο. Καὶ ὁ Ἰώβ, ἐπὶ παραδείγματι, δὲν παρουσιάζεται νὰ ξαναβρίσκη τὴν οἰκογένειά του καὶ τοὺς γιούς του; Συνεπῶς ἴσως τοῦτος ἐδῶ ὁ κόσμος νὰ εἶναι ἁγιασμένος ἀκριβῶς μὲ τὴν παραίτητή μας ἀπ’ αὐτόν.
Θὰ πρέπει λοιπὸν νὰ διακρίνωμε μιὰ πρώτη ἀμεσότητα, ἡ ὁποία ὑπάρχει πρὶν ἀπὸ τὴν διαδικασία τῆς σκέψης καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν πίστη, καὶ κατόπιν ὑπάρχει αὐτὸ ποὺ ὁ Κίερκεγκωρ ὀνομάζει ὥριμη ἀμεσότητα, ἀμεσότητα διαλεκτικὴ θὰ λέγαμε, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσωμε ὅρο τοῦ ἐχθροῦ, δηλαδὴ τοῦ Ἑγέλου. Πρόκειται γιὰ τὴν ὥριμη ἀμεσότητα, ὅπως λέγει ὁ Κίερκεγκωρ, ποὺ θὰ τὴν ἔχωμε ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐπαφὴ μας μὲ τὴν ὑπέρβαση. Μόνον ὥστερα ἀπὸ τὴν ἐμβίωση αὐτὴς τῆς στιγμῆς, ποὺ εἶναι ἡ συνεπαφὴ τοῦ χρόνου καὶ τῆς αἰωνιότητας, μποροῦμε πράγματι νὰ θεωρήσωμε αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο ὡς ἁγιασμένο.
Δὲν πρόκειται, ἐν τέλει, γιὰ τὸν Κίερκεγκωρ, νὰ ἀπομακρυνθῆ μέσῳ τῆς θρησκείας, ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ ξαναβρῆ τὸν κόσμο ὅπως εἶναι, καὶ μάλιστα χωρὶς νὰ διακρίνεται ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους· αὐτὸς ποὺ θὰ διαθέτη αὐτὴ τὴ βαθιὰ πίστη δὲν θὰ διακρίνεται σὲ τίποτα ἀπὸ τοὺς ἄλλους, θὰ χαίρεται ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι, καὶ τὸ ἰδεῶδες ἴσως θὰ ἦταν πὼς δὲν θὰ ξέρουν πὼς ἔχει αὐτὴν τὴν πίστη· θὰ ἔχη μεταμορώσει τὸν πραγματικὸ κόσμο κατὰ τέτοιο τρόπο ὅπου κι’ αὐτὸς ὁ ἴδιος ἐξωτερικὰ δὲν θὰ διακρίνεται ἀπὸ ἐκείνους ποὺ προσφέρουν στὸν πραγματικὸ ὅλη τους τὴν ἐμπριστοσύνη.»
(Ζὰν Βάλ, «Εἰσαγωγὴ στὶς φιλοσοφίες τοῦ Ὑπαρξισμοῦ (Κίρκεγκωρ, Χάϊντεγκερ, Γιάσπερς, Μαρσέλ, Σάρτρ», Δεύτερη ἔκδοση, Εἰσωγωγή, μετάφραση, σχόλια Χρήσου Μαλεβίτση, Δωδώνη, σελ. 131ἑξ.)
Συνεπῶς, γράφοντας μὲ τὸ ψευδώνυμο «Ἰωάννης τῆς Ἀντι-Κλίμακος» τὰ βιβλία: «Ἐξάσκηση στὸν Χριστιανισμό» καὶ «Περὶ τῆς συγγραφικῆς μου δραστηριότητας», ἀφήνει νὰ φανεῖ ὅτι δὲν θωρεῖ ὅτι πέτυχε στὸν στόχο του νὰ γίνει καλὸς Χριστιανός, ἐπειδὴ δὲν παραιτήθηκε ἀπολύτως ἀπὸ τὴν Ρεγγίνα;
:::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::
ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ. [1] ΕΠΑΝΕΚΚΙΝΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΣΗ
«Ὅταν κανεὶς ἀπάνω στὰ βουνὰ ἀκούει τὸν ἄνεμο τὴ μιὰ μετὰ τὴν ἄλλη μέρα ἀπαρασάλευτα, ἀπαράλλακτα νὰ ἐκτελεῖ τὸ ἴδιο μουσικὸ θέμα, τότε μπαίνει ἴσως στὸν πειρασμὸ γιὰ μιὰ στιγμή, παραβλέποντας τὴν ἀτέλεια, νὰ ἀγαλλιάσει μὲ τούτη τὴν εἰκόνα τῆς συνέπειας καὶ τῆς σιγουριᾶς τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. Ἴσως κανεὶς δὲν λογαριάζει πὼς ἦταν μιὰ στιγμὴ ποὺ τοῦτος ὁ ἄνεμος, ποὺ πολλὰ χρόνια κατοικεῖ ἀνάμεσα σὲ τοῦτα τὰ βουνὰ, ἦρθε σὰν ἄγνωστος σ’ αὐτὰ τὰ μέρη, ρίχτηκε ἀγριεμένος, ἄσκοπα μὲς στὶς χαράδρες, κάτω μὲς στὶς βουνίσιες σπηλιές, ἔβγαζε πότε ἕναν λυγμὸ ποὺ ξαφνιαζότανε σχεδὸν κι ὁ ἴδιος, πότε ἕναν βρυχηθμὸ ὑπόκωφο, ποὺ καὶ ὁ ἴδιος ἔφευγε ἀπὸ τὸν φόβο του, πότε ἕναν παραπονιάρικο σκοπό ποὺ οὔτε ὁ ἴδιος ἤξερε ποῦθε ἐρχόταν, πότε ἕναν στεναγμὸ μὲς ἀπ’τὴν ἀγωνία τῆς ἀβύσσου, τόσο βαθὺν ποὺ καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνεμος ἐτρόμαζε καὶ ἀμφιταλαντευότανε γιὰ μιὰ στιγμὴ ἃν θὰ τολμοῦσε νά’μενε σ’αυτὰ τὰ μέρη, πότε ἕνα λυρικὸ παλαβωμένο ὤπαλά, ὥσπου τέλος ἐξοικειώθηκε μὲ τὸ ὄργανό του καὶ ὅλα ἐτοῦτα τὰ συνταίριαξε στὴ μελωδία ποὺ τὴ μιὰ μετὰ τὴν ἄλλη μέρα ἐκτελεῖ ἀπαράλακτα. Ἔτσι περιφέρεται αδέσποτα ἡ δυνατότητα τοῦ ἀτόμου μέσα στὴν ἴδια του τὴ δυνατότητα, ἀνακαλύπτει πότε τὴ μιὰ καὶ πότε τὴν ἄλλη. Ὅμως ἡ δυνατότητα τοῦ ἀτόμου δὲν θέλει ν’ἀκούγεται μοναχά, δὲν εἶναι ὅπως τοῦ ἀγέρα διαβατικὴ μονάχα, εἶναι καὶ μορφοποιὸς ἐπίσης, ἑπομένως θέλει καὶ νὰ βλέπεται ταυτόχρονα. Ἡ κάθε δυνατότητά του εἶναι ἑπομένως καὶ μιὰ ἠχερὴ σκιά.» (η επαναληψη, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια ΣΟΦΙΑ ΣΚΟΠΕΤΕΑ, εκδόσεις παπαζήση, σελ. 25.)
Το βιβλίο του Κίερκεγκωρ με τον τίτλο «Η Επανάληψη» είναι γραμμένο στο μεγαλύτερο μέρος με τη μορφή, κατά κάποιο τρόπο, ποιήματος. Επεξεργάζεται μια από τις νέες φιλοσοφικο-ψυχολογικο-θεολογικές ιδέες του, πού παίζει βασικότατο ρόλο στο θέμα της «ύπαρξης».
Ὁ ποιητής, ο μέγας χιουμορίστας μεταξύ των φιλοσόφων, ο είρωνας, ο Κίερκεγκωρ, χρησιμοποιούσε τα ταλέντα του για να ερεθίσει τον αναγνώστη.
Χρησιμοποίησε την φιλοσοφία για να υπηρετήσει τις θεολογικές απόψεις του. Τα βιβλία του που περιείχαν φιλοσοφικο-ψυχολογικο-θεολογικό περιεχόμενο τα δημοσίευσε με ψευδώνυμα, για να υποχρεώσει τον αναγνώστη τους να νοιώσει και να σκεφτεί μόνος του τα θέματα των βιβλίων. Επέλεγε δύσκολες εκφράσεις, με δύσκολη σύνταξη, για να αναγκάσει τον αναγνώστη τους να τα ξαναδιαβάσει. (Παρακαλούσε τον «μεμονωμένο αναγνώστη» του, στον οποίο απευθύνονταν, να διαβάζει φωναχτά τα κείμενα.)
Η επανάληψη (Gjentagelsen) είναι μια σημαντική ιδέα στη σκέψη του Kierkegaard σε σχέση με τη ζωή του ατόμου.
«Χρειάζεται θάρρος για να θέλεις την επανάληψη».
Θα πρέπει να καταλάβει κανείς ότι αυτό σημαίνει ότι ο ελπιδοφόρος-αυτός που ελπίζει αλλά και αυτός που θυμάται θα έφευγαν από το παρόν – ο ένας στο μέλλον, ο άλλος στο παρελθόν – μόνο εκείνοι που επέλεγαν την επανάληψη θα άντεχαν το παρόν.
«Επανάληψη είναι το καθημερινό ψωμί που γεμίζει ευλογία».
Ή για να το θέσω λιγότερο θεολογικά:
«Η επανάληψη είναι η πραγματικότητα και η σοβαρότητα της ύπαρξης».
Η απόφαση για επανάληψη λοιπόν θα ήταν η αποδοχή του δεδομένου, του θάρρους για το οποίο μιλάμε εδώ, του στωικού. Ένα άτομο που ούτε θρηνεί το παρελθόν, ούτε ποντάρει σε ένα αβέβαιο μέλλον, αλλά αρπάζει τη ζωή που έχει γίνει πλέον δική του.
«Αυτός που διάλεξε την επανάληψη ζει».
[1] “Ο Heinrich Barth μας πληροφορεί ότι δανιστί η λέξις Επανάληψις δεν έχει την έννοιαν της γερμανικής λέξεως» «Wiederholung», αλλά της «Wiederaufnahmen» δηλαδή της επαναρχίσεως και συνεχίσεως ενός αρξαμένου έργου («Kierkegaard der Denker» in «Zwischen der Zeiten» 1926, σ.210).” (Ν.Α. Νησιώτη, Υπαρξισμός και Χριστ. Πίστις, σ. 199, υποσημείωση Νο1.)