Τὸ Ἆγχος - ἡ Ἀγωνία, ἡ Ἐλευθερία, τὸ Ἅλμα
"Τὸ ἄγχος μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴ ζάλη. Αὐτὸς ποὺ τὸ μάτι του τυχαίνει νὰ κοιτάζει κάτω, στὸ χάσμα τῆς ἀβύσσου, ζαλίζεται. Ἀλλά ποιὸς εἶναι ὁ λόγος γι' αὐτό; Ὁ λόγος βρίσκεται τόσο στὰ μάτια του ὅσο καὶ στὴν ἄβυσσο, γιατί, ἂς ὑποθέσουμε, ὅτι δὲν εἶχε κοιτάξει κάτω, τότε δὲν θὰ εἶχε συμβεῖ τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτά. Ὡς ἐκ τούτου, τὸ άγχος εἶναι ἡ ζάλη τῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία προκύπτει, ὅταν τὸ μυαλὸ θέλει νὰ ρυθμίσει τὴ σύνθεση καὶ ἡ ἐλευθερία κοιτάζει πρὸς τὰ κάτω, κάτω ἀπὸ τὴ δική της δυνατότητα, καὶ ἁρπάζει τὸ πεπερασμένο γιὰ νὰ ὑποστηρίξει τὸν ἑαυτό της. Ἡ ἐλευθερία ὑποκύπτει σὲ αὐτὴ τὴ ζάλη. Πιὸ πέρα ἀπὸ αὐτό, ἡ ψυχολογία δὲν μπορεῖ νὰ προχωρήσει, καὶ δὲν θὰ τὸ κάνει. Ἐκείνη ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ ὅλα ἀλλάζουν, καὶ ἡ ἐλευθερία, ὅταν ξανὰ ἀνατέλλει, βλέπει ὅτι εἶναι ἔνοχη. Ἀνάμεσα σὲ αὐτὲς τὶς δύο στιγμὲς βρίσκεται τὸ ἅλμα, τὸ ὁποῖο καμία ἐπιστήμη δὲν ἔχει ἐξηγήσει καὶ τὸ ὁποῖο καμία ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κάνει."
(«Begrebet Angest» «Ἡ Ἔννοια τῆς Ἀγωνίας», (1844) Søren Kierkegaard, ὡς Vigilius Haufniensis.)
....................................................................................................
Τὸ ἅλμα τῆς πίστης
"The leap of faith is his conception of how an individual would believe in God or how a person would act in love. Faith is not a decision based on evidence that, say, certain beliefs about God are true or a certain person is worthy of love. No such evidence could ever be enough to completely justify the kind of total commitment involved in true religious faith or romantic love. Faith involves making that commitment anyway. Kierkegaard thought that to have faith is at the same time to have doubt. So, for example, for one to truly have faith in God, one would also have to doubt one's beliefs about God; the doubt is the rational part of a person's thought involved in weighing evidence, without which the faith would have no real substance. Someone who does not realize that Christian doctrine is inherently doubtful and that there can be no objective certainty about its truth does not have faith but is merely credulous. For example, it takes no faith to believe that a pencil or a table exists, when one is looking at it and touching it. In the same way, to believe or have faith in God is to know that one has no perceptual or any other access to God, and yet still has faith in God. Kierkegaard writes, "doubt is conquered by faith, just as it is faith which has brought doubt into the world".
"Το άλμα της πίστης είναι η σύλληψη του για το πώς ένα άτομο θα πίστευε στο Θεό ή πώς ένα άτομο θα ενεργούσε στην αγάπη. Η πίστη δεν είναι μια απόφαση βασισμένη σε στοιχεία που, ας πούμε, ορισμένες πεποιθήσεις για τον Θεό είναι αληθινές ή ένα συγκεκριμένο άτομο είναι αντάξιο της αγάπης. Κανένα τέτοιο αποδεικτικό στοιχείο δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι αρκετό για να δικαιολογήσει πλήρως το είδος της συνολικής δέσμευσης που εμπλέκεται στην αληθινή θρησκευτική πίστη ή Η πίστη περιλαμβάνει να κάνει αυτή τη δέσμευση έτσι κι ο Κίερκεγκωρ σκέφτηκε ότι το να έχεις πίστη είναι ταυτόχρονα για να έχεις αμφιβολία. Έτσι, για παράδειγμα, για να έχεις πραγματικά πίστη στο Θεό, θα πρέπει επίσης να αμφιβάλλεις για τα πιστεύω του Θεού, η αμφιβολία είναι το λογικό μέρος της σκέψης ενός ατόμου που εμπλέκεται στην ζύγιση αποδεικτικών στοιχείων, χωρίς το οποίο η πίστη δεν θα είχε πραγματικό Ουσία. Κάποιος που δεν συνειδητοποιεί ότι το χριστιανικό δόγμα είναι εγγενώς αμφίβολο και ότι δεν μπορεί να υπάρχει αντικειμενική βεβαιότητα σχετικά με την αλήθεια του δεν έχει πίστη αλλά είναι απλά ευκολόπιστο. Για παράδειγμα, δεν χρειάζεται να πιστεύεις ότι ένα μολύβι ή ένα τραπέζι υπάρχει, όταν κάποιος το κοιτάζει και το αγγίζει. Με τον ίδιο τρόπο, το να πιστεύεις ή να έχεις πίστη στο Θεό είναι να ξέρεις ότι δεν έχει καμία αντιληπτική ή οποιαδήποτε άλλη πρόσβαση στο Θεό, και όμως εξακολουθεί να έχει πίστη στο Θεό. Ο Κίερκεγκωρ γράφει, "η αμφιβολία ἔχει κατακτηθεί από την πίστη, όπως ακριβώς είναι η πίστη, αυτή που έχει φέρει την αμφιβολία στον κόσμο".
.........................................
"...Everyone knows that the most difficult leap, even in the physical realm, is when a man leaps into the air from a standing position and comes down again on the same spot. The leap becomes easier in the degree to which some distance intervenes between the initial position and the place where the leap takes off. And so it is also with respect to a decisive movement in the realm of the spirit.
The most difficult decisive action is not that in which the individual is far removed from the decision (as when a non-Christian is about to decide to become one), but when it is as if the matter were already decided.
What is baptism without personal appropriation? It is an expression for the possibility that the baptized child may become a Christian, neither more nor less..." (Soren Kierkegaard, Concluding Unscientific Postscript, p. 326-327, 1846, Swenson and Lowrie translation, 1941.)
Ὁ Κίερκεγκωρ, ολοκληρώνοντας το “Αντιεπιστημονικό Υστερόγραφο” (1846), Swenson and Lowrie, σσ. 326-327, γράφει ὅτι:
«... όλοι ξέρουν ότι το πιο δύσκολο άλμα, ακόμα και στο φυσικό βασίλειο, είναι όταν ένας άνθρωπος πηδάει στον αέρα από μια όρθια θέση και κατεβαίνει ξανά στο ίδιο σημείο, παρεμβαίνοντας μεταξύ της θέσης εκκίνησης και του σημείου απογείωσης. Το άλμα γίνεται πιο εύκολο στο βαθμό στο οποίο κάποια απόσταση παρεμβαίνει μεταξύ της αρχικής θέσης και του τόπου όπου το άλμα καταλήγει, κατεβαίνει ξανά στο ίδιο σημείο. Και έτσι συμπεριφέρεται επίσης και ενόψει μιας αποφασιστικής κίνησης στο χώρο, στο βασίλειο του πνεύματος.
Η πιο δύσκολη αποφασιστική δράση, πράξη δεν είναι αυτή στην οποία το άτομο απέχει πολύ από τη λήψη μιας απόφασης (όπως όταν ένας μη χριστιανός πρόκειται να αποφασίσει να γίνει), αλλά όταν φαίνεται σαν να έχει ήδη αποφασιστεί το θέμα.
Τι είναι η βάπτιση χωρίς προσωπική οικειοποίηση; Είναι μια έκφραση για την πιθανότητα ότι το βαφτισμένο παιδί μπορεί να γίνει χριστιανός, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο.»
......................................................................................
«Δεν μπορώ να κάνω το άλμα της πίστης, δεν μπορώ να κλείσω τα μάτια μου και να βυθιστώ με σιγουριά στο παράλογο… Είτε είναι καθήκον είτε οτιδήποτε άλλο, δεν μπορώ να κάνω την τελική κίνηση, την παράδοξη κίνηση της πίστης, αν και δεν επιθυμώ πια τίποτα περισσότερο από αυτό». (Fear and Trembling (1843). Søren Kierkegaard-Johannes de Silentio.)
-------------------------------------------------- ------
............................................................................................
«Όταν ο Σωκράτης πίστεψε ότι υπάρχει Θεός, προσκολλήθηκε στην αντικειμενική αβεβαιότητα με όλο το πάθος της εσωτερικότητάς του, και ακριβώς σε αυτήν την αντίφαση και σε αυτόν τον κίνδυνο εδράζεται η πίστη. Είναι διαφορετικά τώρα. Αντί για αντικειμενική αβεβαιότητα, υπάρχει βεβαιότητα εδώ, δηλαδή ότι είναι αντικειμενικά παράλογο· και ότι ο παραλογισμός που παγιδεύεται στο πάθος της της εσωτερικότητας είναι η πίστη. Η σωκρατική άγνοια είναι σαν ένα πνευματώδες αστείο σε σύγκριση με τη σοβαρότητα του παραλόγου· και η σωκρατική υπαρξιακή εσωτερικότητα μοιάζει με την ελληνική επιπολαιότητα σε σύγκριση με τη σοβαρή δύναμη της πίστης.» (Concluding Unscientific Postscript (1846) Søren Kierkegaard)
--------------------------------------------------------
Ἐλεγε ὁ Σωκράτης γιὰ τὸ ἅλμα ἀπὸ τὴν βεβαιότητα τῆς ζωούλας μας στὸ Κενό, τὴν σίγουρη ἀβεβαιότητα. Αὐτὸς εἶναι, κατὰ κάποιον τρόπο, ὁ ὁρισμὸς τῆς πίστης!!!
Ἄς πάρουμε παράδειγμα τὴν ΠΙΣΤΗ ἑνὸς φίλου σὲ μιὰ ποδοσφαιρικὴ ὁμάδα!!!!!!! Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ πίστη, πίστη σὲ μιὰ ἀντικειμενικὴ ἀβεβαιότητα; (Θὰ νικήσει, δὲν θὰ νικήσει; καὶ ἂν χάσει;) Βέβαια, ἡ ἀπόλυτη πίστη ὁδηγεῖ καὶ σὲ χουλιγκανισμό! Ὑπάρχουν καὶ στὶς θρησκεῖες χούλιγκανς! Γι' αὐτό, ἔχω διαβάσει ἀπὸ σπουδαίους ἀνθρώπους (μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Κίερκεγκωρ, κάπως νεότερος) νὰ εὔχονται νὰ μὴν ἀποκτήσουν ἀπόλυτη βεβαιότητα, μέχρι τὸ τέλος τῆς δοκιμασίας τους (μας) στὸν χωρο-χρόνο, γιὰ νὰ εἶναι μέχρι τέλους μάχιμοι, ὅλα στὸν ἀγῶνα!
............................................................................................................
Το Άλμα της Πίστεως: Όλοι έχουμε ακούσει τη φράση και οι περισσότεροι από εμάς την έχουμε χρησιμοποιήσει κάποια στιγμή στη ζωή μας. Πιθανώς σε σχέση με κάποια σημαντική απόφαση ζωής, για κάποιο απίθανο σχέδιο ή όταν δίνεται μεγάλη εμπιστοσύνη σε κάποιον που δεν έχει αποδειχθεί περί τίνος πρόκειται. Έχοντας σπουδάσει φιλοσοφία, κατάλαβα τη φράση με μια Κιερκεγκάρδεια έννοια. Ένα Άλμα Πίστεως, όπως θα έλεγε ο Κίερκεγκωρ, είναι μια μέθοδος με την οποία καταλήγεις σε ένα συμπέρασμα ή παίρνεις μια απόφαση χωρίς να μπορείς να γνωρίζεις όλα τα γεγονότα. «Άλμα πίστης – ναι, αλλά μόνο μετά από προβληματισμό». Κίερκεγκωρ
Νομίζω ότι το άλμα πίστης πρέπει να εφαρμόζεται σε κάθε επίπεδο της ζωής όπου μπορεί να ληφθεί μια απόφαση. Υπάρχουν αποφάσεις που μπορούν να ληφθούν χωρίς να χρησιμοποιήσουμε ένα άλμα πίστης; Τι να κάνετε όταν όλα έχουν σημασία;
......................................................................................................
Fideismus
Ben Somervell 17 Μαΐου στις 12:28 π.μ. (δὲν ἔχει μελετήσει καλὰ τὸν Κίερκεγκωρ καὶ γράφει πράγματα ποὺ δὲν ἰσχύουν. Συμπεριλαμβάνομε τὸ σημείωμά του -ποὺ τὸ πήραμε ἀπὸ μιὰ χριστιανικὴ ἱστοσελίδα- μόνον καὶ μόνον γιὰ νὰ κάνει ὁ ἀναγνώστης τὶς συγκρίσεις του μὲ τὶς ὑπάρχουσες ἀπόψεις γιὰ τὸν Προτεσταντισμό, τὸν Καθολικισμὸ καὶ αὐτὲς τοῦ Κίερκεγκωρ. Μόνον Fideist δὲν ἦταν ὁ Κίερκεγκωρ! )
Hi again! As you will no doubt know, Kierkegaard is generally believed to have been a fideist (as seen in “Fear and Trembling”, “The Crowd is Untruth”, “Practice in Christianity”, etc...) and he argued that faith and reason are diametrically opposed, polar opposites. He also argued that faith was completely irrational and thus rejected outright natural theology and apologetics. He argued in “Fear and Trembling” that one must just take a ‘leap of faith’ in the dark without being able to logically justify, defend or explain it. Kierkegaard also stated, with regard to Christianity, that ‘the crowd is untruth’ and thus wasn’t interested in persuading people to convert to Christianity because to be a Christian is to swim against the tide. If the majority became Christian, Christianity would be the widespread norm and would itself be the crowd and would thereby cease to be authentically Christian. Additionally, he wasn’t interested in converting non-believers because acknowledged no means of doing so as he rejected both apologetics and natural theology. I was just therefore wondering, does Kierkegaard leave any room, scope or positive role for mission or evangelism? Additionally, does he specifically write about mission or evangelism in particular anywhere in his works? Thanks.
Γεια και πάλι! Όπως σίγουρα θα γνωρίζετε, ο Κίερκεγκωρ θεωρείται γενικά ότι ήταν fideist (όπως φαίνεται στο "Φόβος και Τρόμος ", "Εξάσκηση στον στον Χριστιανισμό", κλπ...) και υποστήριξε ὅτι αὐτή η πίστη και ο λόγος είναι εκ διαμέτρου αντίθετα, πολικὰ αντίθετα. Υποστήριξε επίσης ότι η πίστη ήταν εντελώς παράλογη και έτσι απορρίφθηκαν η απόλυτη φυσική θεολογία και οἱ απολογητές. Υποστήριξε στο "Φόβος και Τρόμος" ότι κάποιος πρέπει απλά να πάρει ένα " Άλμα της πίστης " στο σκοτάδι χωρίς να είναι σε θέση να δικαιολογήσει λογικά, να υπερασπιστεί ή να το εξηγήσει. Ο Κίερκεγκωρ δήλωσε επίσης, σε σχέση με τον χριστιανισμό, ότι "το πλήθος είναι ψέμα" και έτσι δεν ενδιαφερόταν να πείσει τους ανθρώπους να μετατραπούν στον χριστιανισμό, γιατί το να είσαι χριστιανός είναι σαν να κολυμπάς ενάντια στην παλίρροια. Αν η πλειοψηφία γινόταν χριστιανική, τότε ο χριστιανισμός θα ήταν ο ευρέως διαδεδομένος κανόνας και θα ήταν ο ίδιος "το πλήθος" και έτσι θα έπαυε να είναι αυθεντικά χριστιανικός. Επιπλέον, δεν ενδιαφερόταν για τη μετατροπή των μη πιστών γιατί δεν αναγνώριζε κανένα μέσο για να το κάνει αυτό, καθώς απέρριψε τόσο την απολογητική όσο και τη φυσική θεολογία. Απλά αναρωτιόμουν, μήπως ο Κίερκεγκωρ αφήνει κάποιον χώρο, πεδίο εφαρμογής; Σ ' ευχαριστώ.
.................................................................................
Ὁ Κίερκεγκωρ δὲν ἦταν οὔτε Fideist οὔτε Ταλιμπάν. Βεβαίως ἔδιδε πρωτεύουσα σημασία και προτεραιότητα στὸ θέμα τῆς Πίστης. Ἡ προσφορά του στὸ θέμα αὐτὸ ἔγκειται στὴν ψυχολογικὴ ἀνάλυση τοῦ αἰσθήματος τῆς ἐνοχῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου, γιὰ πρώτη φορά, ἀπὸ θεολογικῆς ἀπόψεως. Καὶ ὁ Λούθηρος θέτει ὡς βάση τῶν θέσεών του τὴν πίστη (παραβλέπει «πράξεις» κ.λπ.), ὅμως ὁ Κ. δὲν θεωρεῖ τὴν πίστη σὰν κάτι ποὺ ἀποκτᾶται καὶ ἔτσι τακτοποιεῖται τὸ πρόβλημα.
Ἐὰν θέλει κανεὶς νὰ γνωρίσει τὶς ἀπόψεις τοῦ Κ., καλὸ εἶναι νὰ διαβάσει ὅσα ἔχει γράψει γιὰ τὸν «χορευτή» (Οἱ ἱππότες τοῦ ἀπείρου εἶναι χορευτές, Ἄρθρα: 15. Ἀβραάμ, Ἰώβ, Σωκράτης). Ἔχει δημιουργήσει μία νέα ψυχολογία, διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν «κατὰ κόσμον ψυχολογία», τὴν «κλασικὴ ψυχολογία». Εἶναι ἡ «θεολογικὴ Ψυχολογία», ἡ ὁποία βλέπει τὸ αἴσθημα τῆς «ἐνοχῆς», ποὺ κατατρέχει ἐκ γενετῆς τὸν ἄνθρωπο, ὡς συνέπεια τῆς «λανθασμένης» χρήσης τῆς ἐλευθερίας μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἔχει ὁπλισθεῖ, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, τοῦ Ἀδάμ, ὡς τὸ «προπατορικὸ ἁμάρτημα».
Ἡ πίστη εἶναι ἡ μόνη ποὺ λυτρώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν «ἀπελπισία» ποὺ τὸν καταλαμβάνει στὴ σκέψη τοῦ «αἰωνίου» θανάτου.
...........................................................................................
[Fideismus (von lateinisch fides ‚Glaube‘) ist eine Glaubenshaltung bzw. eine religionsphilosophische Erkenntnislehre, wonach sich Glaube und Vernunft prinzipiell ausschließen und dennoch – wider die Vernunft – am religiösen Glauben festzuhalten sei. Dem Glauben wird also ein absoluter Vorrang vor der Vernunft beigemessen. Der Fideismus wurde von der katholischen Kirche offiziell verworfen, spielt aber in der evangelischen Tradition eine wichtige Rolle. Fideismus als religions- und glaubensphilosophischer Begriff geht auf Joseph de Maistre und Louis de Bonald zurück und wurde später von Félicité de Lamennais weiterentwickelt.
Wichtige Vertreter einer fideistischen Religionsphilosophie sind unter anderem Tertullian (entsprechend dem ihm zugeschriebenen geflügelten Wort Credo, quia absurdum est) und in der evangelischen Tradition Martin Luther (Vernunft als Hure πόρνη), Sören Kierkegaard (der absurde Sprung in den Glauben, Glaube als existentielles Wagnis) und Karl Barth. Auch Wittgenstein wird des Öfteren als Fideist verstanden.
Als Gegenbegriff zum Fideismus kann der Rationalismus betrachtet werden, wonach alle (auch religiöse) Erkenntnis für die menschliche Vernunft zugänglich ist. ]
................................................................................
Der Begriff bedeutet im Verständnis der Reformierten Kirchen, dass nur der Glaube als solcher entscheidend ist, nicht der Glaubensinhalt
Die Kritik, die letztlich zur Ablehnung des Fideismus als Häresie führte, machte sich an der substantiellen Vorordnung der Gotteserkenntnis im Glauben vor derjenigen in der Vernunft fest. Dadurch würde die Theologie jedwede argumentativ darstellbare Grundlage verlieren.
Der Fideismus wird in der Enzyklika Fides et ratio (Glaube und Vernunft) aus dem Jahr 1998 von Johannes Paul II. ausdrücklich verworfen. Die katholische Kirche vertritt die Möglichkeit der natürlichen Theologie.
„Fideismus nennt man in der Philosophie die Idee, dass es völlig legitim ist, an einer Überzeugung auch dann festzuhalten, wenn es keine guten Gründe oder Evidenzen für sie gibt, sogar angesichts überzeugender Gegenargumente. Der Fideismus ist also der reine Glaubensstandpunkt. Für den Fideisten ist es legitim, an bestimmten Überzeugungen festzuhalten, nicht nur ohne irgendwelche positiven Argumente oder Evidenzen für sie, sondern selbst angesichts starker Gegenargumente und starker empirischer Belege gegen eigene Überzeugungen.“ – Thomas Metzinger: Spiritualität und intellektuelle Redlichkeit..
...........................................................................................................................................
Η σκέψη του Κίρκεγκωρ πάνω στο θέμα τοῦ ἅλματος
Ο Κίερκεγκωρ έχει χαρακτηριστεί χριστιανός υπαρξιστής, θεολόγος, Πατέρας του Υπαρξισμού, φιλολογικός κριτικός, ευθυμογράφος, ψυχολόγος, ποιητής και φιλόσοφος. Δύο από τις διασημότερες ιδέες του Κίρκεγκωρ ήταν η «υποκειμενικότητα» και το «άλμα προς την πίστη», που συνήθως αναφέρεται ως «άλμα πίστης»
Το άλμα πίστης είναι η άποψη που διακρατούσε ο Κίρκεγκωρ όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο ένα άτομο θα πρέπει να πιστεύει στον Θεό ή να ενεργεί όταν αγαπά. Δεν αποτελεί τόσο συνειδητή απόφαση όσο υπερβατικότερη εκλογίκευση υπέρ της ανεξιχνίαστης πίστης. Ως εκ τούτου, θεωρούσε ότι το να πιστεύει κανείς σημαίνει ότι ταυτόχρονα αμφιβάλει. Έτσι, για παράδειγμα, όταν κάποιος έχει πράγματι πίστη στον Θεό, θα πρέπει επίσης να αμφιβάλει για την ύπαρξη του Θεού· η αμφιβολία αποτελεί το έλλογο μέρος της σκέψης του ατόμου, χωρίς την οποία η πίστη δεν θα είχε ουσιαστικό νόημα. Η αμφιβολία αποτελεί απαραίτητο και θεμελιώδες στοιχείο της πίστης. Με απλά λόγια, το να πιστεύει κανείς ότι υπάρχει ο Θεός, χωρίς να έχει αμφιβάλει ποτέ για την ύπαρξη ή την καλοσύνη του Θεού, δεν αποτελεί αξιόλογο είδος πίστης. Για παράδειγμα, δεν είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι υπάρχει το μολύβι ή το τραπέζι εφόσον μπορεί να το δει και να το αγγίξει. Παρόμοια, το να πιστεύει κανείς στον Θεό σημαίνει να έχει την επίγνωση ότι ασκεί πίστη στον Θεό παρόλο που δεν μπορεί να Τον προσεγγίσει μέσω των αισθήσεών του.
Ο Κίερκεγκωρ τόνισε επίσης τη σημασία της προσωπικότητας του ατόμου και τη σχέση που έχει η προσωπικότητα του ατόμου με τον κόσμο καθώς στηρίζεται στην αντανάκλαση του ίδιου του εαυτού της και στην ενδοσκόπηση. Στο έργο του Ολοκλήρωση ενός Μη Επιστημονικού Υστερογράφου στα Φιλοσοφικά Ψιχία υποστηρίζει ότι «η υποκειμενικότητα είναι μια αλήθεια» και ότι «η αλήθεια είναι υποκειμενική». Αυτή η άποψη αφορά τη διάκριση μεταξύ τού τι είναι αντικειμενικά αληθές—για παράδειγμα, το ότι ένα άντρας ονόματι Ιησούς από την Ναζαρέτ έζησε και πέθανε στον σταυρό—και της υποκειμενικής σχέσης του ατόμου (όπως, για παράδειγμα, αδιαφορία ή αφοσίωση) με αυτή την αλήθεια. Άτομα που με οποιοδήποτε τρόπο πιστεύουν τα ίδια πράγματα μπορεί να σχετίζονται με αυτά τα πιστεύω με αρκετά διαφορετικό τρόπο. Δύο άτομα μπορεί να πιστεύουν αμφότερα ότι πολλοί γύρω τους είναι φτωχοί και χρειάζονται βοήθεια αλλά η επίγνωση αυτού του γεγονότος μπορεί να οδηγήσει μόνο τον ένα να πάρει την απόφαση να βοηθήσει ενεργά τους φτωχούς.
Εντούτοις, ο Κίρκεγκωρ κατά κύριο λόγο εξετάζει την υποκειμενικότητα σε σχέση με τα θρησκευτικά ζητήματα. Όπως ήδη σημειώθηκε, υποστηρίζει ότι η αμφιβολία αποτελεί στοιχείο της πίστης και ότι είναι αδύνατο να αποκτηθεί οποιαδήποτε αντικειμενική βεβαιότητα σχετικά με τις θρησκευτικές διδασκαλίες, όπως είναι η ύπαρξη του Θεού και η ζωή του Ιησού Χριστού. Το μέγιστο στο οποίο θα μπορούσε κανείς να αποβλέπει θα ήταν το συμπέρασμα ότι είναι πιθανό οι χριστιανικές διδασκαλίες να είναι αληθείς, αλλά αν ένα άτομο θα πίστευε αυτές τις διδασκαλίες μέχρι του σημείου που φαίνεται πιθανό ότι είναι αληθείς τότε αυτό το άτομο δεν θα ήταν καθόλου γνήσια θρησκευόμενο. Η πίστη συνίσταται στην υποκειμενική σχέση της απόλυτης αφοσίωσης με αυτές τις διδασκαλίες.[wikipedia]
..................................................................................................................................................................
Kierkegaard's use of the term "leap" was in response to "Lessing's Ditch" which was discussed by Gotthold Ephraim Lessing (1729–1781) in his theological writings. Kierkegaard was indebted to Lessing's writings in many ways.
Lessing said, "accidental truths of history can never become the proof of necessary truths of reason."
Kierkegaard points out that he also said, "contingent truths of history can never become the demonstrations of necessary truths of reason."
Kierkegaard liked Lessing because he "had a most uncommon gift of explaining what he himself had understood. With that he stopped; in our day people go further and explain more than they themselves have understood."[17]
"We all believe that an Alexander lived who in a short time conquered almost all Asia. But who, on the basis of this belief, would risk anything of great permanent worth, the loss of which would be irreparable? Who, in consequence of this belief, would forswear for ever all knowledge that conflicted with this belief? Certainly not I. Now I have no objection to raise against Alexander and his victory: but it might still be possible that the story was founded on a mere poem of Choerilusjust as the twenty year siege of Troy depends on no better authority than Homer's poetry. If on historical grounds I have no objection to the statement that Christ raised to life a dead man; must I therefore accept it as true that God has a Son who is the same essence as himself?"
~On The Proof of the Spirit and of Power, Lessing's Theological Writings, Chadwick p. 51-56[18]
"Lessing opposes what I would call quantifying oneself into a qualitative decision; he contests the direct transition from historical reliability to a decision on an eternal happiness. He does not deny that what is said in the Scriptures about miracles and prophecies is just as reliable as other historical reports, in fact, is as reliable as historical reports in general can be. But now, if they are only as reliable as this why are they treated as if they were infinitely more reliable-precisely because one wants to base on them the acceptance of a doctrine that is the condition for an eternal happiness, that is, to base an eternal happiness on them. Like everyone else, Lessing is willing to believe that an Alexander who subjugated all of Asia did live once, but who, on the basis of this belief, would risk anything of great, permanent worth, the loss of which would be irreparable?"
~Søren Kierkegaard Concluding Unscientific Postscript, Hong p. 96, 130-131
Source: https://en.m.wikipedia.org/wiki/Leap_of_faith
Image: Gotthold Ephraim Lessing
Η χρήση του όρου " Άλμα " του kierkegaard ήταν σε απάντηση στο " Χαντάκι ' s χαντάκι " που συζητήθηκε από τον gotthold εφραίμ λέσινγκ (1729-1781) στα θεολογική του γραπτά.[12] ο kierkegaard ήταν υπόχρεος στα γραπτά του λέσινγκ σε πολλούς Τρόποι.
Ο Λέσινγκ είπε, " οι τυχαίες αλήθειες της ιστορίας δεν μπορούν ποτέ να γίνουν η απόδειξη των απαραίτητων αλήθειες του λόγου."
Ο Kierkegaard επισημαίνει ότι είπε επίσης, " οι άγημα αλήθειες της ιστορίας δεν μπορούν ποτέ να γίνουν οι διαδηλώσεις των απαραίτητων αλήθειες του λόγου."[16]
Στον Kierkegaard άρεσε ο λέσινγκ γιατί " είχε ένα πιο ασυνήθιστο δώρο να εξηγήσει αυτό που ο ίδιος είχε καταλάβει. Με αυτό σταμάτησε · στη μέρα μας οι άνθρωποι πάνε παραπέρα και εξηγούν περισσότερα από ότι οι ίδιοι έχουν καταλάβει."[17]
" όλοι πιστεύουμε ότι ένας Αλέξανδρος έζησε, και σε σύντομο χρονικό διάστημα κατέκτησε σχεδόν όλη την Ασία. Αλλά ποιος, με βάση αυτή την πεποίθηση, θα ρίσκαρε οτιδήποτε για μεγάλη μόνιμη αξία, η απώλεια του οποίου θα ήταν ανεπανόρθωτη; Ποιος, λόγω αυτής της πίστης, θα απαρνιόνταν τα πάντα; Σίγουρα όχι εγώ. Τώρα δεν έχω καμία αντίρρηση να μεγαλώσω ηλικιακὰ ενάντια στον Αλέξανδρο και τη νίκη του: αλλά μπορεί ακόμα να είναι πιθανό η ιστορία να στηρίζεται σε ένα απλό ποίημα του choerilus just καθώς η εικοσαετής πολιορκία της τροίας εξαρτάται από την καλύτερη αρχή, από την ποίηση του Ομήρου. Αν σε ιστορικούς λόγους δεν έχω καμία αντίρρηση, στη δήλωση ότι ο Χριστός μεγάλωσε στη ζωή έναν νεκρό άνθρωπο· πρέπει συνεπώς να το δεχτώ ως αλήθεια ότι ο Θεός έχει ένα γιο που είναι η ίδια ουσία με τον εαυτό του?" (Με την απόδειξη του πνεύματος και της εξουσίας, τα θεολογικά γραπτά του Λέσινγκ, Τσάντγουικ σελ. 51-56 [18]
" Ο Λέσινγκ αντιτίθεται σε αυτό που θα έλεγα ποσοτικοποίηση του εαυτό του σε μια ποιοτική απόφαση · αμφισβητεί την άμεση μετάβαση από την ιστορική αξιοπιστία σε μια απόφαση για μια αιώνια ευτυχία. Δεν αρνείται ότι αυτό που λέγεται στις Γραφές για τα θαύματα και τις προφητείες είναι το ίδιο αξιόπιστο όπως και άλλες ιστορικές εκθέσεις, στην πραγματικότητα, είναι τόσο αξιόπιστες όσο οι ιστορικές εκθέσεις γενικά μπορούν να γίνουν. Αλλά τώρα, αν είναι μόνο τόσο αξιόπιστοι όσο αυτό γιατί αντιμετωπίζονται σαν να ήταν απείρως πιο αξιόπιστοι-Ακριβώς επειδή κάποιος θέλει να βάση πάνω τους την αποδοχή ενός δόγματος που είναι η προϋπόθεση για μια αιώνια ευτυχία, δηλαδή, προς βάση Μια αιώνια ευτυχία πάνω τους. Όπως όλοι οι άλλοι, ο λέσινγκ είναι πρόθυμος να πιστέψει ότι ένας Αλέξανδρος που υποταχθεί όλη την Ασία ζει μια φορά, αλλά ο οποίος, με βάση αυτή την πεποίθηση, θα ρίσκαρε οτιδήποτε από μεγάλη, μόνιμη αξία, η απώλεια του οποίου θα ήταν ανεπανόρθωτη?" (Σόρεν kierkegaard, "αντιεπιστημονικό υστερόγραφο", Χ. Χονγκ σελ. 96, 130-131.)
Πηγή: https://en.m.wikipedia.org/wiki/Leap_of_faith
....................................................................................................................................................................
"Credo quia absurdum est." Αὐτὸ ἔλεγε ὁ Τερτυλλιανός.
"Das Absurde [ist] so gestaltet und zusammen gesetzt,
dass nur eine Macht es bewältigen kann
– die Leidenschaft des Glaubens."
S. Kierkegaard
,In kraft des Absurden‘, Ἐξ αἰτίας τοῦ παραλόγου. Die Verborgenheit des Glaubens, ἡ ἀπόκρυψη τῆς πίστεως.
(Ἀπὸ τὸ "ἀρνητικὸ" θεολογικὸ λεξιλόγιο π.χ. Ärgernis, Widerspruch, Paradox κ.λπ.)
Absurden = ἀνόητος, παράλογος, ἀσυνάρτητος, ἄτοπος
dippy
[ab-surd, -zurd] /æbˈsɜrd, -ˈzɜrd/
See more synonyms on Thesaurus.com
adjective
1. utterly or obviously senseless, illogical, or untrue; contrary to all reason or common sense; laughably foolish or false:
an absurd explanation.
noun
2. the quality or condition of existing in a meaningless and irrational world.
.............................................................................
,In kraft des Absurden‘
II.
Das Absurde gibt für Kierkegaard den Einstieg in eine Religionsauffassung, die nicht mehr überhistorische Absicherungen und auch nicht über philosophische (,spekulative‘) Konstruktionen begründet werden kann, sondern die am selbst erfahrenen Leben hängt. Damit reagiert Kierkegaard auf die von Lessing formulierte Trennung von „zufälligen Geschichts-wahrheiten“ und „notwendigen Vernunftswahr-heiten“6 ebenso wie auf die durch Hegels Idealismus versuchte Integration menschlichen Existierens und Sichverhaltens in die Systematik der Geschichte des Geistes.
....................................
5 Pap. X 6 B 68, S. 75.
6 Vgl. in Lessings Schrift „Über den Beweis des Geistes und der Kraft“ (1777).
..................................................................................................................................
absurd, urimelig
adj ridiculous, senseless, crazy