Ὁ ἔρωτας τοῦ Βασιλιά (α. Ψιχία Φιλοσοφίας, β. Ἐξάσκηση στὸν Χριστιαν.)
Παπαγιώργης, σ. 48. "Ἀδυναμία συνεννόησης"
Suhrkamp, s. 30. "nicht einander kriegen können" (kriegen= ἁρπάζω. συλλαμβάνω-τσακώνω,
λαμβάνω).
einander nicht verstehen können
α. Ὁ ἐρωτευμένος Βασιλιάς_Φιλοσοφικὰ ψιχία
Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ὑπῆρχε ἕνας βασιλιὰς ποὺ ἀγαποῦσε μιὰ κοπέλα τοῦ λαοῦ. Ἡ καρδιὰ τοῦ βασιλιᾶ, ἀλώβητη ἀπὸ αὐτὴ τὴ γνώση ποὺ διδάσκουμε θορυβωδῶς, δὲν εἶχε πείρα τῶν δυσκολιῶν ποὺ ἀνακαλύπτει ὁ λόγος στὴν προσπάθειά του νὰ κατακτήσει τὶς καρδιές, καὶ οἱ ὁποῖες δίνουν δουλειὰ στοὺς ποιητές, καθιστώντας ἀπαραίτητες τὶς μαγικὲς ἐκφράσεις τους. Ἡ ἀπόφασή του ἦταν εὔκολο νὰ πραγματοποιηθεῖ, γιατὶ οἱ ὑπουργοὶ ἔτρεμαν τὸν θυμό του καὶ δὲν τολμοῦσαν νὰ ποῦν λέξη, καὶ ὅλα τὰ ξένα Κράτη ὠχριοῦσαν μπροστὰ στὴν ἰσχύ του καὶ δὲν τολμοῦσαν νὰ μὴν πέμπουν ἀπεσταλμένους μὲ τὶς εὐχές τους, καὶ κανένα ἑρπετὸ τῆς αὐλῆς δὲν τολμοῦσε νὰ συρθεῖ γιὰ νὰ τὸν δαγκώσει, ἐπειδὴ φοβόταν ὅτι ἐκεῖνος θὰ τοῦ ἔλιωνε τὸ κεφάλι. Χορδίστε τὶς ἅρπες, ποιητές, ἀρχίστε τὸ τραγούδι, τίποτε νὰ μὴ λείψει ἀπὸ τὴ γιορτὴ τοῦ ἔρωτα! Τί ἐπιτυχία γιὰ τὸν ἔρωτα, ὅταν ἑνώνει τοὺς ἴσους! Ἀλλὰ τί θρίαμβος, ὅταν ἐξισώνει τοὺς ἄνισους! -Ἀλλὰ τότε ἀφυπνίστηκε μιὰ ἔγνοια στὴν ψυχὴ τοῦ βασιλιᾶ· ποιὸς ἄλλος θὰ τὸ σκεφτόταν αὐτό, ἂν ὄχι ἕνας βασιλιὰς μὲ βασιλικὲς σκέψεις; Δὲν εἶπε λέξη σὲ κανέναν γιὰ τὴν ἀνησυχία του· ἂν τὸ ἐξομολογιόταν, ποιὸς αὐλικὸς δὲν θὰ τοῦ ἀπαντοῦσε: ”Ὁ γάμος σας, Μεγαλιότατε, εἶναι γιὰ τὴν κόρη μιὰ εὐεργεσία, γιὰ τὴν ὁποία δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ σᾶς εὐχαριστήσει”· λόγια πού, ἀναμφίβολα, θὰ ἔκαναν τὸν βασιλιὰ ἔξω φρενῶν ἐνάντια στὸν αὐλικό, τὸν ὁποῖο θὰ ἐκτελοῦσε κατηγορώντας τον γιὰ ἔγκλημα καθοσιώσεως εἰς βάρος τῆς κόρης· ἔτσι, ὁ αὐόλὀς μας θὰ εἶχε δυσαρεστήσει τὸν βασιλιά. Ἀπομονωμένος ὁ τελευταῖος, ἔφερνε καὶ ξανάφερνε στὸν νοῦ του τὴ θλίψη του: ἡ κόρη θὰ ἦταν εὐτυχὴς μὲ αὐτὸν τὸν γάμο; Θὰ εἶχε τὸ σθένος νὰ μὴ σκεφτεῖ ποτὲ αὐτὸ ποὺ πάσχιζε νὰ λησμονήσει ὁ βασιλιάς, ὅτι δηλαδὴ τὸ βασιλικό του ἀξίωμα δὲν ταίριαζε μὲ τὴ φτωχὴ κόρη; Διαφορετικά, ἂν ξυπνοῦσε αὐτὴ ἡ ἀνάμνηση καὶ τὴν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὸν βασιλιὰ σὰν εὐτυχὴς ἀντίζηλος, ἂν τὴν παγίδευε στὸν ἑρμητισμὸ ἑνὸς κρυφοῦ πόνου ἢ ἂν περνοῦσε ἐνίοτε ἀπὸ τὴν καρδιά της σὰν θάνατος, τότε ποιὸ θὰ ἦταν τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἔρωτα; Ἄραγε δὲν θὰ ἦταν πιὸ εὐτυχισμένη ἂν ἔμενε στὴν ἀφάνεια, ἂν ἀγαπιόταν ἀπὸ κάποιον τῆς σειρᾶς της, ἱκανοποιημένη μέσα στὴν καλύβα της, ἀλλὰ μὲ κίνητρα στὸν ἔρωτά της καὶ χαρούμενη ὅλη μέρα; Τί δαψίλεια πόνου, καὶ πόσο ὑποταγμένη κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς γονιμότητάς της, προσμένοντας πλέον μόνο τὴν ὥρα τοῦ θερισμοῦ, ὅταν ἡ σκέψη τοῦ βασιλιᾶ θὰ ἀφαιρέσει, σὰν δάρτης τοῦ ἁλωνιοῦ, κάθε σπέρμα στενοχώριας. Γιατὶ ἡ ἱκανοποίηση τῆς κόρης ἀπὸ τὴ μηδαμινότητά της δὲν μποροῦσε νὰ ἱκανοποιήσει τὸν βασιλιά, ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὴν ἀγαποῦσε, καὶ ἐπειδὴ θὰ ἦταν πιὸ σκληρὸ νὰ εἶναι ὁ εὐεργέτης της παρὰ νὰ τὴ χάσει. Ἔστω καὶ ἂν δὲν μποροῦσε νὰ τὴν καταλάβει· γιατί, ὅταν μιλᾶμε ἄτοπα γιὰ τὰ ἀνθρώπινα, τίποτε δὲν μᾶς ἐμποδίζει πιὰ νὰ δεχθοῦμε μιὰ διαφορὰ στὴ νοοτροπία, ποὺ καθιστᾶ τὴν κατανόηση ἀνέφικτη – ποιὰ ὑπνώττουσα θλίψη θὰ βρισκόταν στὸ βάθος αὐτοῦ τοῦ δυστυχισμένου ἔρωτα καὶ ποιὰ ἐπίκληση θὰ τολμοῦσε νὰ τὴν ἀφυπνίσει; Ἀλλὰ ὁ ἄντρας δὲν χρειάζεται νὰ γνωρίσει αὐτὴ τὴν ὀδύνη, γιατὶ αὐτὸν τὸν παραπέμπουμε στὸν Σωκράτη ἢ σὲ ἐκεῖνον πού, κατὰ ἕναν ἀκόμα πιὸ ὄμορφο τρόπο, ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ κάνει ἴσους τοὺς ἄνισους.
Ὄθεν, ἂν ἡ στιγμὴ πρέπει νὰ ἔχει μιὰ ἀποφασιστικὴ σημασία (εἰδαλλιῶς ξαναπέφτουμε στὸν σωκρατισμό, παρότι πιστεύουμε ὅτι ἔχουμε φύγει μακριά), ὁ μαθητὴς βρίσκεται στὴν ἀ(ν)-αλήθεια, μάλιστα μὲ δική του ὑπαιτιότητα – παρότι εἶναι ἐρωτικὸ ἀντικείμενο τοῦ θεοῦ ποὺ θέλει νὰ γίνει δάσκαλός του καὶ μεριμνᾶ νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἰσότητα. Σὲ περίπτωση ἀποτυχίας, ὁ ἔρως θὰ εἶναι δυστυχὴς καὶ ἡ διδασκαλία ἄνευ νοήματος, ἐπειδὴ ὁ δάσκαλος καὶ ὁ μαθητὴς δὲν θὰ ἔχουν συνεννοηθεῖ. Τί πρόβλημα κι αὐτό! Θὰ λέγαμε καθὼς ὁ θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη τὸν μαθητή. Ἀλλὰ ξεχνᾶμε -ἤ, μᾶλλον, νιώθουμε, ἀλίμονο- πόσο ἀπέχουμε ἀπὸ τὴν κατανόησή του· γιατὶ αὐτὸ ποὺ ξεχνᾶμε εἶναι ὅτι ἀγαπᾶ τὸν μαθητή. Καὶ παρότι αὐτὴ ἡ βασιλικὴ θλίψη ἀπαντᾶται σὲ μιὰ βασιλικὴ ψυχή, μέσα στὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπινων γλωσσῶν οὔτε μιὰ δὲν τὴ μνημονεύει, καθὼς ὅλες οἱ ἀνθρώπινες γλῶσσες παραεῖναι ἐγωιστικὲς γιὰ νὰ ὑποψιαστοῦν μιὰ τέτοια θλίψη. Ἐπίσης, ὁ θεὸς κρατάει γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅλο τὸ ἀνεξιχνίαστο καὶ ἀπροσμέτρητο: ἤτοι, τὴ γνώση ὅτι μπορεῖ νὰ ἀπορρίψει τὸν μαθητή, νὰ τὸν ἀντιπαρέλθει, ὅτι ὁ μαθητὴς χάθηκε ἀπὸ δικό του λάθος, ὅτι αὐτός, ὁ θεός, δὲν ἔχει παρὰ νὰ τὸν ἀφήσει νὰ καταβυθιστεῖ – τὴ γνώση τῆς ἀδυναμίας, σχεδόν, νὰ ὑποστηρίξει τὸ κίνητρο τοῦ μαθητῆ, ἄνευ τοῦ ὁποίου ἡ κατανόηση καὶ ἡ ἰσότητα ἐξαφανίζονται, ἄνευ τοῦ ὁποίου ὁ ἔρωτας εἶναι δυστυχία. Χωρὶς τὴν ὑποψία, τουλάχιστον, αὐτῆς τῆς θλίψης, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ταπεινὴ ψυχή, τοῦ λείπει ἡ “εἰκὼν αὕτη καὶ ἡ ἐπιγραφή”, ὅπως τὸ νόμισμα ποὺ δὲν φέρει οὔτε τὴ μορφὴ τοῦ Καίσαρα οὔτε τοῦ Θεοῦ.
Ἰδοὺ λοιπὸν τὸ ἔργο ποὺ ἀναλαμβάνουμε, καὶ καλοῦμε σὲ αὐτὸ τὸν ποητή, ἂν δὲν τὸ ἔχει ἀπιχειρήσει ἀλλοῦ, καὶ ἂν δὲν προσπάθησε, μὲ τοὺς μουσικοὺς καὶ τοὺς γελωτοποιούς, νὰ διώξει ἀπὸ τὸν οἶκο τὴ θλίψη, γιὰ νὰ ἀνοίξει τὸν δρόμο στὴ χαρά. Ὑποχρέωση τοῦ ποιητῆ εἶναι νὰ βρεῖ τὴ λύση, ἕνα σημεῖο ἑνότητας ὅπου ἡ κατανόηση τοῦ ἔρωτα δεσπόζει, ὅπου ἡ ἀνησυχία τοῦ Θεοῦ ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴν ὀδύνη της· αὐτὸ εἶναι τὸ ἀπροσμέτρητο τοῦ ἔρωτα, ἑνὸς ἔρωτα ποὺ δὲν ἱκανοποιεῖται ποσῶς, ἐπειδὴ τὸ ἀντικείμενό του, πάνω στὴν τρέλα του, πιθανῶς νὰ τὸν ἀναγορεύει εὐτυχία του.
:::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::: * * *
Α. Ἡ ἑνότητα ἐπιτυγχάνεται μὲ μιὰ ἀνύψωση.
(Μετάφραση: Κ. Παπαγιώργη, Ἐκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 50ἑξ. καὶ σελ. 60ἑξ.)
* * *
Β.
...Ἄρα, ὁ θεὸς θὰ ἐμφανιστεῖ ὑπὸ μορφὴ ὑπηρέτη. Μόνο ποὺ αὐτὴ ἡ μορφὴ δὲν εἶναι δανεική, σὰν τὸ φτωχικὸ πανωφόρι τοῦ βασιλιᾶ, ποὺ δὲν τοῦ κάνει καὶ τὸν προδίδει· οὔτε ἕνα δάνειο, σὰν τὸν ἐλαφρὺ χιτώνα τοῦ Σωκράτη, τοῦ ὁποίου τὸ φτενὸ ὑφάδι κρύβει καὶ συνάμα ἀποκαλύπτει· ὄχι, εἶναι ἡ ἀληθινή του μορφή· εἶναι τὸ ἀπρόσμενο τῆς ἀγάπης, αὐτὴ ἡ ἀγέλαστη καὶ σοβαρὴ βούληση ἀληθινῆς ἰσότητας μὲ τὸν ἀγαπώμενο· ἐδῶ ἔγκειται ἡ ἀποφασιστικὴ παντοδυναμία της: νὰ καταφέρει ὅ,τι δὲν ἐπέτυχαν ὁ Σωκράτης καὶ ὁ Βασιλιάς, πράγμα ποὺ καθιστᾶ τὴ δάνεια μορφή τους, ἕνα εἶδος ἀπόκρυψης.
Νά τος λοιπόν... ὁ θεός. Ποῦ; Ἐκεῖ! Δὲν τὸν βλέπεις; Εἶναι ὁ θεός, χωρίς, παρὰ ταῦτα, νὰ ἔχει “ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ”, οὔτε τολμᾶ νὰ τὴν κλίνει πάνω σὲ κάποιον ἄνθρωπο, γιὰ νὰ μὴν προκαλέσει σκάνδαλο. Εἶναι ὁ θεός, ἐντούτοις οἱ κινήσεις του εἶναι πιὸ ἐπιφυλακτικὲς ἀπ' ὅσο θὰ ἦταν ἀκόμα κι ἂν τὸν μετέφεραν ἄγγελοι, ὄχι ἀπὸ φόβο μήπως πληγώσει τὸ πόδι του, ἀλλὰ ἀπὸ φόβο μήπως συντρίψει τοὺς ἀνθρώπους καθὼς σκανδαλίζονται ἐξαιτίας του. Εἶναι ὁ θεός, ἐντούτοις τὸ βλέμμα του στυλώνεται ἀνήσυχο πάνω στὸ ἀνθρώπινο γένος, γιατὶ ὁ μίσχος τῶν ἀτόμων τσακίζεται χὰν χορτάρι. Τί ζωή, τί ἄχραντη ἀγάπη, τί ἄχραντη θλίψη, νὰ θέλεις νὰ ἐκφράσεις τὴν ἑνότητα καὶ νὰ μὴ γίνεσαι κατανοητός! Νὰ εἶσαι ὑποχρεωμένος νὰ φοβᾶσαι γιὰ τὸν χαμό μας καί, παρὰ ταῦτα, νὰ μὴν μπορεῖς στὴν οὐσία νὰ σώσεις παραπάνω ἀπὸ ἕναν! Ἄχραντη θλίψη, ἐνῶ συνάμα ὅλες οἱ ὧρες τῆς μέρας πληροῦνται ἀπὸ τὴ θλίψη τοῦ μαθητῆ ποὺ τὸν ἐμπιστεύεται. Ἰδού, λοιπόν, ὁ θεὸς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅμοιος μὲ τὸν ἔσχατο τῶν θνητῶν διὰ τῆς παντοδυναμίας τῆς ἀγάπης του. Γνωρίζει ὅτι ὁ μαθητὴς εἶναι ἡ ἀ(ν)αλήθεια, ἂν λάθευε, ἂν ὑπέκυπτε καὶ ἔχανε τὸ κίνητρό του! Τί φορτίο καὶ αὐτό, νὰ σηκώνει τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ μὲ ἕνα πανίσχυρο fiat (γεννηθήτω), ὥστε ὅλα νὰ κινδυνεύουν νὰ καταρρεύσουν, ἂν λείψει τὸ παραμικρὸ διάστημα χρόνου! Ἀλλὰ καὶ τί ἀνάλαφρο φορτίο, ὅταν, ἀντὶ νὰ φέρεις τὴ δυνατότητα σκανδάλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους, γίνεσαι ἀπὸ ἀγάπη ὁ σωτήρας του!
Ἀλλὰ ἡ μορφὴ τοῦ ὑπηρέτη δὲν ἀποτελοῦσε δάνειο, ὡς ἐκ τούτου ὁ θεὸς ὀφείλει νὰ ὑποφέρει, νὰ ὑποστεῖ, νὰ ἀνθέξει τὰ πάντα, τὴν πείνα στὴν ἔρημο, τὴ δίψα στὰ βασανιστήρια, τὴν ἐγκατάλειψη στὸν θάνατο, νὰ ἐξισωθεῖ ἀπολύτως μὲ τὸν ἔσχατο τῶν ἐσχάτων... Τί ἄνθρωπος! Γιατὶ δὲν οἰκειοποιεῖται μόνο τὴν ὀδύνη τοῦ θανάτου, ἀλλὰ ὅλη ἡ ζωή του εἶναι πάθος, καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη ποὺ ὑποφέρει, ποὺ προσφέρει τὰ πάντα, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἐνδεής. Ὑπέροχη αὐταπάρνηση! Ἀκόμα καὶ τὸν πιὸ ταπεινὸ τῶν μαθητῶν τὸν ρωτάει ἀνήσυχα: Μὲ ἀγαπᾶς τώρα; Γιατὶ γνωρίζει ποῦ ἔγκειται ἡ ἀπειλὴ τοῦ κινδύνου, παρὰ ταῦτα γνωρίζει ἐπίσης ὅτι κάθε εὐκολότερος δρόμος θὰ ἦταν ἐξαπάτηση, παρότι ὁ μαθητὴς δὲν μπόρεσε νὰ τὸ καταλάβει.
...Πῶς μπόρεσες νὰ γίνεις τόσο ἄπιστος, νὰ πληγώσεις τόσο πολὺ τὴν ἀγάπη μου; Ἄρα, ἀγαπᾶς μόνο τὸν παντοδύναμο, τὸν θαυματοποιό, ὄχι ἐκεῖνον ποὺ ταπεινώθηκε καὶ ἔγινε ἴσος μὲ σένα.
Ἀλλὰ ἡ μορφὴ τοῦ ὑπηρέτη δὲν ἦταν δάνειο, ὡς ἐκ τούτου ὀφείλει νὰ ξεψυχήσει καὶ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ ἐπίγεια.
...ἀλλὰ θέλει μέσα στὴν ἀγάπη του νὰ εἶναι ἴσος μὲ τὸν πλέον ταπεινό.
...Ἀλλὰ τί συμβαίνει ὅταν ὁ θεὸς βλαστάνει μέσα στὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ἂν δὲν γίνεται ἕνας νέος ἄνθρωπος, ἕνα νέο δοχεῖο! Ἀλλὰ τί δύσκολη δουλειὰ γιὰ νὰ γίνει, τί σκληρὴ γέννα! Καὶ ἡ κατανόηση, τί εὔθραυστη κατάσταση! Ἀγγίζει ἀνὰ πάσα σιγμὴ τὶς παρυφὲς τοῦ σφάλματος, ὅταν ἡ ἀγωνία τοῦ ἁμαρτήματος ἐπιζητεῖ νὰ ταράξει τὴν εἰρήνη τῆς ἀγάπης! Τί τρομερὴ κατάσταση αὐτὴ ἡ κατανόηση! Γιατὶ δὲν εἶναι τόσο τρομερὸ νὰ ρίξεις τὸ πρόσωπο κατὰ γῆς, ὅταν τὰ βουνὰ τρέμουν στὸ ἄκουσμα τῆς φωνῆς τοῦ Κυρίου, ὅσο τὸ νὰ κάθεσαι κοντά του σὰν ἴσος· ἐντούτοις, αὐτὴν τὴν οἰκειότητα εἶναι ποὺ λαχταράει ὁ θεός.
..........................................................................................
Ὁ Χριστὸς στὰ “Ψυχία Φιλοσοφίας”
Ἐν τέλει, γενικώτερα, ὅσον ἀφορᾶ τὴ δογματικὴ ἄποψη τοῦ Κίερκεγκωρ, εἶναι σαφὲς ὅτι ἦταν χριστιανός, τουλάχιστον ὄχι ἐκπρόσωπος τοῦ Σωκρατισμοῦ· ἀλλὰ πότε καὶ ἀπὸ ποῦ προέκυψε ἡ βαθύτερη, ἡ ἐσωτερικὴ δογματική του ἀντίληψη, εἶναι δύσκολο νὰ τὸ ποῦμε. Ἡ ἄποψή του ἦταν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται μέσα στὴν ἁμαρτία καὶ ὁ αἰώνιος Θεὸς ἔχει εἰσέλθει στὴν ἱστορία ὡς ἐκεῖνο τὸ παράδοξο, ποὺ ἡ ἱστορία δὲν μπορεῖ νὰ ἀφομοιώσει, νὰ χωνέψει καί, ὡς ἐκ τούτου, ἴσως περισσότερο ἀντιπροσωπεύει ἕνα ἀποκύημα φανταστικό, μιὰ φαντασίωση (Fiktum) παρὰ ἕνα γεγονός (Faktum), ἀλλά μιὰ μυθοπλασία ποὺ πρέπει νὰ κρατιέται μὲ πάθος, σὰν νὰ ἦταν γεγονός.
Ὡστόσο, ὅτι ἕνας θεὸς μπαίνει στὴν ἱστορία, τείνει νὰ εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ διαμορφώνεται μέσα στὴν καὶ ἀπὸ τὴ μυθολογία· ἀλλὰ αὐτὸ δὲν συμβαίνει μὲ τὸν Κίερκεγκωρ. Σ’ αὐτὸν οἱ πολύχρωμες σκηνὲς τοῦ μύθου ἀντικαθίστανται ἀπὸ ἀμυδροὺς ὅρους, χωρὶς αἷμα. Ὁ "Θεὸς" στὰ «Φιλοσοφικὰ Ψιχία» τοῦ Κίερκεγκωρ δὲν εἶναι ἕνα ζωντανὸ πρόσωπο, ἀλλὰ ἕνας ἀόρατος ὅρος, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ σχεδιαστεῖ ἢ νὰ ζωγραφιστεῖ, καὶ περὶ αὐτοῦ δὲν ὑπάρχουν στὴν πραγματικότητα καθόλου ὁρισμοί περιεχομένου. Προφανῶς πρόκειται ἁπλῶς περὶ τοῦ ὅτι οἱ δύο, ἀμοιβαῖα ἀποκλειόμενες ἔννοιες, τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Ἀνθρώπου, τῆς Αἰωνιότητας καὶ τῆς Ἱστορίας, τοῦ Εἶναι καὶ τῆς Δημιουργίας, ἐξετάζονται ἀπὸ κοινοῦ στὸ Παράδοξο. Ὡς ἐκ τούτου, δὲν εἶναι τόσο περίεργο τὸ γεγονὸς ὅτι κάποιοι ἄνθρωποι ἀναρωτήθηκαν «σὲ Τί» ἢ «Πόσο» ὁ Κίερκεγκωρ πραγματικὰ πίστευε. Μὲ τὴ μορφὴ αὐτή, ὡστόσο, δύσκολα μπορεῖ νὰ ἀπαντηθεῖ τὸ ἐρώτημα. Ἀλλὰ ἐὰν τεθεῖ, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, σὲ ἕναν σύγχρονο ὑπαρξιστὴ θεολόγο, ἴσως αὐτὸ νὰ εἶναι ἐξίσου δύσκολο νὰ ἀπαντηθεῖ, ἂν καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ, ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ λόγου, νὰ τοῦ ἀρνηθεῖ τὸ δικαίωμα νὰ ἀποκαλεῖται Χριστιανός.
........................................................................................
β. Ἐξάσκηση στὸν Χριστιανισμό
Στὴ μέση τῶν λατρευτικῶν ζητωκραυγῶν τοῦ Grundtvig ἠχεῖ ἡ ἔντονη διαμαρτυρία τοῦ Κίερκεγκωρ, νὰ ξεσπάει σὰν ἦχος διαπεραστικός, ποὺ προκαλεῖ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ἡ κραυγὴ «λύκος στὸ μαντρί!», τὸ ἱερὸ βεβηλώθηκε! Τὸ νὰ εἶναι κανεὶς Χριστιανὸς σημαίνει, κατὰ τὸν Κίερκεγκωρ, ὅτι πρέπει νὰ υἱοθετήσει, νὰ ἀφομοιώσει τὸ Παράδοξο, καὶ αὐτό, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ἔγινε ὁλοένα καὶ πιὸ ταυτόσημο μὲ τὸ νὰ ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, ὅπως αὐτὸ ιδιαίτερα ἐκφράζεται στὸ βιβλίο τοῦ Κίερκεγκωρ "Ἐξάσκηση στὸν Χριστιανισμό" τοῦ 1850 (1848). Σ’ αὐτό, ὁ Χριστὸς δὲν παρουσιάζεται σὰν ἕνας νικητὴς ποὺ θριαμβεύει, ἀλλὰ ὡς ἕνας ταπεινωμένος, καταπτυσμένος καὶ σταυρωμένος, τὸν ὁποῖον ὁ καθένας ἀποφεύγει, γιὰ νὰ μὴ θέσει σὲ κίνδυνο τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν συνάφεια μαζί του. ... Γιὰ τὸν Κίερκεγκωρ ἡ Μεγάλη Πέμπτη καὶ ἡ Μεγάλη Παρασκευή ἦσαν οἱ μέρες ποὺ ἐπέβαλαν συμπάθεια γιὰ τὸν Χριστὸ στὴν ταπείνωσἠ του. Γιὰ τὸν Κίερκεγκωρ δὲν γίνεται λόγος γιὰ τὸ Πάσχα ἢ τὴν Πεντηκοστή, ὅμως, ὅπως γράφει στὰ Ἡμερολόγιά του: «Μεγάλη Πέμπτη καὶ Μεγάλη Παρασκευὴ ἔχουν γίνει πραγματικὲς γιορτὲς γιὰ μένα». Σὲ αὐτὲς διαφυλάσσει ὁ Κίερκεγκωρ τὸ κέντρο τοῦ Χριστιανισμοῦ· ἐδῶ τὸ παράδοξο κορυφώνεται, στὸ ὅτι ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ὑποφέρει κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ἡ "Ἐξάσκηση στὸν Χριστιανισμό" πρέπει νὰ χρησιμεύει ἀκριβῶς γιὰ νὰ κάνει τὸ παράδοξο ζωντανό.
Ὁ Κίερκεγκωρ τονίζει δυνατὰ ὅτι δὲν γνωρίσαμε καμμία θριαμβεύουσα, παρὰ μόνον μία μαχόμενη Ἐκκλησία, καὶ ὅλες οἱ ἀναφορὲς στὰ 1800 χρόνια ἐπιτυχίας εἶναι χωρὶς καμία ἀξία ἢ ἀποδεικτικὴ δύναμη. Τὸ "παγκόσμιο-ἱστορικὸ" δὲν ἀποδεικνύει τίποτα, οὔτε μὲ τὴ μορφὴ νίκης ἢ ἥττας, Ἐκεῖνος, ποὺ εἶπε: Ἔλθετε πρός με πάντες ..., δὲν ἔχει τίποτα τὸ θριαμβευτικὸ ἀπὸ μόνος του, δὲν προσελκύει, ἀλλὰ ἀπωθεῖ, προκαλεῖ σκάνδαλο - ἀλλὰ «Μακάριός ἐστιν ὃς ἐὰν μὴ σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί»! Ὁ σκανδαλισμὸς ὀφείλεται στὴ δυσαναλογία μεταξὺ τῆς πρόσκλησης καὶ τοῦ προσκαλοῦντος. Ἡ πρόσκληση εἶναι ὑπέροχη, ἀλλὰ ὁ προσκαλῶν εἶναι τὸ πιὸ ἀσήμαντο καὶ τὸ πιὸ εὐκαταφρόνητο πρόσωπο ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλο. Δὲν ἐλκύει, ἀλλὰ ἀπωθεῖ. Καὶ πάλι, αὐτὸ εἶναι τὸ παράδοξο, ποὺ κάποιος πρέπει νὰ ἀγκαλιάσει, νὰ ἀποκτήσει μὲ πάθος, καὶ ἐδῶ δὲν ὑπάρχει καμία διαμεσολάβηση, ποὺ εἶναι σὲ θέση νὰ ἡρεμήσει τὸ μυαλὸ καὶ τὸ πνεῦμα.
Μὲ αὐτὸν τὸν προσκαλοῦντα, εἶναι σημαντικὸ νὰ γίνει κανεὶς ταυτόχρονος καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Ὁ Grundtvig ἔχει τραγουδήσει, σὲ ἕνα Ἐκκλησιαστικὸ ἅσμα του, τὰ εὐτυχῆ μάτια ποὺ εἶχαν δεῖ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὅταν περπάτησε στὴ γῆ, καὶ τὰ αὐτιὰ ποὺ ἔγιναν τόσο πλούσια ὅταν ἄκουσαν τὰ λόγια του. Ὡστόσο, ὁ Κίερκεγκωρ ἐξηγεῖ, σὲ σχέση μὲ μιὰ τέτοια προσέγγιση, ὅτι σὲ καμία περίπτωση δὲν ἀποτελεῖ πλεονέκτημα νὰ ἀνήκει κανεὶς στὴ γενιὰ ποὺ ἔζησε ταυτόχρονα μὲ τὸν Χριστό. Γνωρίζοντας, ὅτι ἦταν Θεός, δὲν ἦταν αὐτὸ δυνατόν, δὲν μποροῦσαν. Καὶ αὐτοὶ ἔπρεπε νὰ πιστέψουν· ἀλλὰ πολὺ πιὸ πιθανὸ ἦταν νὰ ἀπωθοῦνται ἐξ αἰτίας τῆς εὐτελοῦς παρουσίας του, ὅπως θὰ γίνει στὶς ἑπόμενες γενεές, ὅταν ὅλα αὐτὰ θὰ ἔχουν ἀφανιστεῖ καὶ θὰ ἔχουν λάβει, ἀντ’ αὐτῶν, ἕναν κάδο γεμᾶτο ποίηση, ποὺ τὰ θεωροῦν ὡς ἱστορικὰ γεγονότα.
.