Kierkegaard og Hegel. Eksistentiel-dialektisk ἀντὶ Transzendenz
”...hun gaaer heel op i Eet, ”Eet” er hendes Element (eet Ønske, een Tanke, o.s.v.), hun har overveiende Følelse og Lidenskab, hun har Hjerte, og fra Hjertet, udgaaer, i forskjellig Forstand, Livet.” (Eksistentiel-dialektisk)
(Papirer X 5 B 115, “Synderinden” 1850) („Ἡ πίστη σου “ Λουκ. 7,47) fælleskøn, genus commune, κοινὸ γραμματικὸ γένος (ἀρσενικοθήλυκο).
Ὑπέρβαση (Transzendenz)- «Ἡ ὑπερβατικὴ συνείδηση (ὑπερυποκειμενική). Ἀντίθετη ἔννοια: ἐμμένεια (Immanenz).
Θεολογικὴ σημασία τῆς ὑπέρβασης: ἡ θέση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν κόσμο. Ὁ Κίρκεγκωρ χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο μὲ ἰδιαίτερη σημασία, ποὺ πρέπει νὰ κατανοηθῆ ἀπ’ τὴν ἀντίθεσή της πρὸς τὸν Ἕγελο. Ὁ Ἕγελος τοποθετεῖ τὸ κάθε τι μέσα στὸν καθαρὸ στοχασμό, συνεπῶς εἶναι φιλόσοφος τῆς ἐμμένειας κι’ ἀρνεῖται τὴν ὑπέρβαση· τὸ κάθε τι εἶναι ἐμμενὲς στὴ συνείδηση. Σὲ αὐστηρὴ ἀντίθεση πρὸς αὐτό, ὁ Κίρκεγκωρ ἰσχυρίζεται πὼς οἱ κατηγορίες τῆς ὑπόστασης ὑπερβαίνουν ὁπωσδήποτε τὸν ἀφηρημένο στοχασμό, κι’ ἔτσι ἀρνεῖται τὴ θεωρητικὴ ἐμμένεια σὰν ἔγκυρη ἔκφραση τῆς σύνολης ὕπαρξης. Συνεπῶς ἡ ὑπέρβαση νοεῖται σὰν κάτι ποιοτικὰ διαφορετικὸ τῆς ἐμμένειας, νοεῖται ἠθικοθρησκευτικά, π.χ. σὰν ἀποκάλυψη. Γι’ αὐτὸ ἀρνεῖται καὶ τὴν ἀνάμειξη Λογικῆς καὶ Ἠθικῆς, ὅπως γιὰ παράδειγμα στὴν ἔννοια «Κακό». «Ὅταν ἡ Ἠθικὴ δὲν ἔχη καμμιὰ ἄλλη ὑπέρβαση, στὸ βάθος πρόκειται γιὰ Λογική, κι’ ἂν γιὰ νὰ σώση τὰ προσχήματα χρειάζεται ἡ Λογικὴ λίγη ἀπὸ τὴν ὑπέρβαση ποὺ εἶναι ἀναγκαία στὴν Ἠθική, δὲν πρόκειται πιὰ γιὰ Λογική». (σ. 20). «Ἕνας μεγαλοφυὴς κι’ ἕνας ἀπόστολος εἶναι ποιοτικὰ διαφορετικοί, καὶ καθένας ἀνήκει στὴ δική του ποιοτικὴ σφαίρα: ἐμμένεια καὶ ὑπέρβαση» (ΧΙ 112). Ἡ σφαίρα τῆς ὑπέρβασης γιὰ τὸν Κίρκεγκωρ εἶναι ἡ σφαίρα τοῦ θρησκευτικοῦ παράδοξου, ἐνῶ ὁλόκληρος ὁ στοχασμὸς βρίσκεται στὴν ἐμμένεια (ΧΙ 120). Ἡ ἐξέλιξη εἶναι (κατὰ τὸν Ἕγελο) μία λογικὰ ἐμμενὴς ἔννοια. Ὅταν ἀντίθετα ἡ ἁμαρτία καταστρέφη τὴν ἀθωότητα, τοῦτο συμβαίνει μέσω μιᾶς ὑπέρβασης, ποὺ ἐκμηδενίζει τὴν κατάσταση ἀθωότητας.»
Σ. ΚΙΕΡΚΕΓΚΩΡ, Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ, Μετάφραση Γιάννη Τζαβάρα, Ἐκδόσεις «Δωδώνη», ΑΘΗΝΑ, σ. 225-226.
------------------------------------------------------------------------------------------
Ο συγγραφέας καθηγητής Μιχ. Μακράκης, πτ. Θεολ. του Παν/μίου Αθηνών, μετεκπαιδεύτηκε στο Ρωσικό Ινστιτούτο Θεολογίας του Αγ. Σεργίου (Παρίσι) και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Καλιφορνίας (Μπέρκλεϋ), υποβάλλοντας ειδικές διατριβές για τον Λ. Τολστόι και τον Τζ. Σανταγιάνα, αντίστοιχα. Μετά την επστροφή του στην Ελλάδα υπηρέτησε ως Διευθυντής Εκδόσεων της Αποστολικής Διακονίας της Ε. Ε. Παράλληλα δίδαξε φιλοσοφία στο Διδασκαλείο Μ. Ε. στην ΑΣΚΕΔ και στη ΣΕΛΜΕ. Δρ. Θεολ. του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1979, με διατριβή για τον Τολστόι, έγινε υφηγητής της Φιλοσοφίας της θρησκείας, στο ίδιο Πανεπιστήμιο, με έργο του για τον Ντοστογιέφσκι, για το οποίο πήρε και Α΄ βραβείο λογοτεχνίας. Εκτός από Φιλοσοφία της θρησκείας, δίδαξε επίσης από το 1985 ως επίκουρος καθηγητής, αναπληρωτής καθηγητής και τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ψυχολογία της Θρησκείας και Φιλοσοφία στη Λογοτεχνία. Το 1992 έγινε Διεθυντής του Τομέα Θρησκειολογίας. Είναι μέλος της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων και της Εταιρείας Φίλων του Λαού. Έργα: Λευκές χώρες (1974), Η αίσθηση του θανάτου και ο πόθος για λύτρωση στον Τολστόι (1978), Εμμένεια και υπέρβαση στη φιλοσοφία του Kierkegaard (1983), Εισαγωγή στη φιλοσοφία της θρησκείας (1988), Φιλοσοφία της θρησκείας στη λογοτεχνία (1989), Τέχνη και ηθική (1991). Το πρόβλημα της αλήθειας στη φιλοσοφία της θρησκείας (1992), Ψυχολογία της θρησκείας (1993), Ιστορία της φιλοσοφίας της θρησκείας (1994), Ψυχαναλυτική ερμηνεία της θρησκείας (1995) κ.ά.