Kierkegaard og Hegel
Kαρτέσιος, Ἕγελος, Κίερκεγκωρ
Ἡ ἐκμηδενιστικὴ κριτικὴ ποὺ ἔκανε ὁ Κίερκεγκωρ στὸν Ἕγελο ἑστίαζε σὲ δύο σημεῖα: τὸ ἕνα ἦταν ἡ Παρέμβαση-ἡ Μεσολάβηση (Mediation) καὶ ἡ δεύτερη ἦταν τὸ Σύστημα. Ὁ Κίερκεγκωρ ἦταν δυαδιστὴς καὶ στὴν πρόταση τοῦ Καρτεσίου ἔβλεπε τὴν ἀντίφαση, ποὺ ἦταν ἡ ἀπερίγραπτη ἀδυναμία τῆς εἰσαγωγῆς τῆς «Κίνησης» στήν, σύμφωνα μὲ τὴ φύση της, στατικὴ Λογική. Ἀλλὰ ὁ Ἕγελος πίστευε βέβαια ὅτι εἰσήγαγε τὴν Κίνηση στὴν Λογικὴ μὲ τὴν μετάβαση τῆς Θέσης στὴν Ἀντίθεση καὶ αὐτῆς μὲ τὴ σειρά της στὴ Σύνθεση. Ὁ Κίερκεγκωρ βλέπει τοὺς Λογικοὺς Ὅρους ὡς κάτι τὸ καθαρὰ στατικὸ καὶ ἀναλλοίωτο, ἀπαράλλακτο. Ἕνας Ὅρος περιέχει, ἔλεγε, αὐτὸ ποὺ περιέχει, καὶ τίποτε περισσότερο, καὶ ἐὰν κάποιος, παρ’ ὅλα αὐτά, πιστεύει, ὅτι «περεταίρω προχώρησε» ἀπὸ ἕναν Στατικὸ Ὅρο σὲ μιὰ Δυναμικὴ Κίνηση, τότε ἀπέκτησε κάτι μὲ πονηριά ἤ, ὅπως λέγεται στὴν φιλοσοφικὴ γλῶσσα, κατέστησε τὸν ἑαυτό του ἔνοχο λαθροθηρίας. Ὁ Κίερκεγκωρ τόνιζε ὅτι ὑπάρχουν ἀντιθέσεις οἱ ὁποῖες δὲν μποροῦν νὰ δεχθοῦν παρέμβαση-μεσολάβηση στὸν αἰῶνα τὸν ἅπαντα. Ὁ Μονισμὸς παριστάνει-ἑρμηνεύει τὴν συνακόλουθη συνέπεια τῆς παρέμβασης-μεσολάβησης.
Κατόπιν, πρόβαλε ὁ Κίερκεγκωρ τὴν διαμαρτυρία του ἐναντίον τοῦ φιλοσοφικοῦ «Συστήματος» τοῦ Ἑγέλου, καὶ αὐτὴ ἡ διαμαρτυρία ἀντιστοιχεῖ, στὴν πραγματικότητα, στὸν Δυαλισμὸ τοῦ Κίερκεγκωρ. Οἱ ὁπαδοὶ τοῦ Ἑγέλου, λέει ὁ Κίερκεγκωρ, μιλοῦν διαρκῶς σὲ διαφορετικοὺς τόνους γιὰ τὸ «Σύστημα». Παραδέχονται, βέβαια, ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι ἀκόμα ἕτοιμο, ἀλλά, λένε, σύντομα θὰ εἶναι ἕτοιμο, ἴσως τὴν Κυριακὴ ἤ, σὲ κάθε περίπτωση, σὲ τρεῖς βδομάδες. Καὶ σὲ περίπτωση ποὺ θὰ παρουσιαζόταν καμμιὰ λεπτομέρεια, ἡ ὁποία δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐνταχθεῖ στὸ Σύστημα, τότε θὰ τοποθετοῦνταν σὲ ὑποσημείωση στὸ τέλος τῆς σελίδας καὶ κατὰ τὴν σύνδεσή του θὰ εἶναι τὸ Σύστημα ἕτοιμο! Καί, συνεχίζοντας ὁ Κίερκεγκωρ, λέει ὅτι ἕνα σύστημα, σύμφωνα μὲ τὴ σημασία τῆς λέξης, πρέπει νὰ εἶναι ὁλοκληρωμένο καὶ ἕτοιμο, ἀλλοιῶς εἶναι φλυαρία. Τώρα τὸ Σύστημα δὲν εἶναι ἕτοιμο, καὶ δὲν μπορεῖ ἀπὸ τὴ φύση του νὰ ἑτοιμαστεῖ, διότι ἕνα φιλοσοφικὸ Σύστημα πρέπει νὰ περιλαμβάνει ὅλην τὴν Ὕπαρξη (Dasein), ἀλλὰ ἡ Ὕπαρξη (Dasein), ὡς τέτοια, ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ παραστήσει κάτι τὸ τελειωμένο, κάτι τὸ κλειστό. Δὲν εἶναι στατική, ἀλλά δυναμική καὶ προχωράει, ἀκόμα καὶ ὅταν ὁ δημιουργὸς τοῦ φιλοσοφικοῦ συστήματος τὸ ἔχει ἐπιτρέψει, ἔχει ἐφοδιάσει τὸ Σύστημά του μὲ μιὰ τελεία. Τὸν ἴδιο τρόπο παρατήρησης ἔναντι τῆς Ὕπαρξης εἶχε ἀργότερα ὁ Henri Bergson στὴν διαφοροποίησή του μεταξύ τοῦ Χρόνου ὡς ἀφηρημένου χρόνου (le temps), ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ μετρηθεῖ μὲ ἀριθμούς, καὶ τοῦ Χρόνου, ὡς συγκεκριμένου, ὁ ὁποῖος βιώνεται (la duree), ποὺ δὲν ἐπιτρέπει νὰ παγιωθεῖ σὲ καμμιὰ φόρμα.
Ὡς δυναμικὴ εἶναι ἡ Ὕπαρξη ἔκφραση γιὰ μιὰ Κίνηση, ἐνῶ ἡ Λογικὴ εἶναι Στατική. Εἶναι ἀδύνατο νὰ εἰσαχθεῖ στὴν Λογικὴ Κίνηση, διότι τότε θὰ τὴν ἔκανε Δυναμική καὶ οἱ Ὅροι δὲν μποροῦν νὰ γίνουν κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν κριτική, μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ ἡ Κεντρικὴ φιλοσοφικὴ θέση τοῦ Κίερκεγκωρ ὡς ἑξῆς: μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἕνα Σύστημα τῆς Σκέψης. Ὅμως, ἕνα Σύστημα τῆς Ὕπαρξης δὲν ὑπάρχει γιὰ κανένα ὑπάρχον Πνεῦμα. Αὐτὸ ὑπάρχει μόνον γιὰ τὸν Θεό. Οἱ Ὅροι εἶναι, σύμφωνα μὲ τὴ φύση τους, αἰώνιοι καὶ ἐκ προοιμίου, ἀκριβῶς ὅπως εἶναι ὁ Θεός. Ἀνήκουν στὴν κατηγορία τοῦ Εἶναι καὶ ὄχι στὴν κατηγορία τῆς Γέννησης, ὁ οἰκεῖος τόπος τους δὲν εἶναι ἡ Ἱστορία, ἀλλὰ ἡ Αἰωνιότητα, ἀκριβῶς ὅπως ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶναι Αἰώνιος καὶ δὲν ἔχει Ἱστορία.
Αὐτὸ ἀκριβῶς ἦταν τὸ λάθος τῆς Ἑγελιανῆς φιλοσοφίας, ὅπως ἀκριβῶς ἦταν τὸ λάθος τῆς φιλοσοφίας τοῦ Σπινόζα, τὸ ὅτι δηλαδὴ μπέρδεψαν Σκέψη καὶ Πραγματικότητα μεταξύ τους ἤ ταύτισαν λογικὴ καὶ αἰτία (ratio καὶ causa), τὴν λογικὴ βάση μὲ τὴν φυσικὴ αἰτία.
...................................................................................................................
«Ουσιαστικά, εδώ ο Kierkegaard υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει καθαρό ανθρώπινο πνεύμα γενικά. Αυτό είναι μια φανταστική κατασκευή της αφηρημένης σκέψης 71. Κάθε άνθρωπος είναι προικισμένος με το προσωπικό, ατομικό του πνεύμα και εναπόκειται στον ίδιο να το αναπτύξει και να το εξελίξει. Πρόκειται για μια αυτό –ενέργεια προσωπική και ατομική, που δεν μπορεί να αντικατασταθεί από την ενέργεια κάποιου άλλου. Το γεγονός ότι κάποιος αναπτύσσει το πνεύμα του δεν σημαίνει ότι και κάποιος άλλος έχει αναπτύξει το δικό του. Τονίζεται, δηλαδή, η μοναδικότητα του συγκεκριμένου υπάρχοντος ατόμου και του πνεύματος του, το οποίο δεν δύναται να αντικατασταθεί από μία αφηρημένη καθαρή οντότητα.» (ΚΑΛΤΣΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, «ΥΠΑΡΞΗ ΚΑΙ ΓΝΩΣΗ ΣΤΟΝ KIERKEGAARD», ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ, 2017.)
71 «Το να είναι (κανείς) ανθρώπινο ον έχει καταργηθεί, και κάθε θεωρητικός στοχαστής συγχέει τον εαυτό του με την ανθρωπότητα, με την οποία γίνεται κάτι άπειρα μεγάλο [αλλά] και τίποτα εντελώς», Kierkegaard, Concluding Unscientific Postscript to Philosophical Fragments, τόμοι I και II, έκδοση και μετάφραση με εισαγωγικά σχόλια των Howard V. Hong και Edna H. Hong, Princeton University Press, 1992, σ. 124.
..........................................................................................................................
Η «Kritik der reinen Vernunft » του Immanuel Kant δεν ισχύει πλέον, από τις συμπληγάδες πέτρες της οποίας (από την κριτική «του καθαρού λόγου») ὁ Χριστιανισμός επιβίωσε μόνον ως ανθρωπιστική κοσμοθεωρία.
==========================================================
Ἡ θύελα ποὺ δημιούργησαν οἱ προηγηθεῖσες κατηγορίες θεμάτων (Ἀγάπη, Ἐκκλησία, den Enkelte κ.λπ.), τὸ πλῆθος τῶν ἀντιφατικῶν βιωμάτων τοῦ Κίερκεγκωρ στὸν κοινωνικό του περίγυρο, βρῆκε, ὡς κορυφὴ τοῦ δόρατος, τὴν ἔκφραση τοῦ Καρτέσιου, τῆς ὁποίας ἔκφρασης ὁ ἀπόηχος ἦταν ἡ σπονδυλικὴ στήλη τῆς σκέψης τοῦ Ἑγέλου, ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ κυριαρχοῦσε στὴ δομὴ τοῦ συλλογισμοῦ ὅλων τῶν κατευθύνσεων (φιλοσοφία, θεολογία, κοινωνιολογία, οἰκονομία κ.λπ.). Καὶ αὐτὴν τὴν ἔκφραση, τὴ σκέψη καὶ τοὺς ἐκφραστές της πολέμησε ὁ Κίερκεγκωρ, ἐλπίζοντας μιὰ καθαρότητα στὴν ἀποκάλυψη ποὺ μᾶς ἄφησε ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Ο Κίερκεγκωρ θεωρεί το «σκέφτομαι άρα υπάρχω» του Καρτέσιου ότι δεν αποδεικνύει απολύτως τίποτα, διότι πρόκειται για μια ταυτολογία· εάν το Εγώ που σκέφτεται, λέει ο Κ. είναι απλώς ένα υπάρχον ανθρώπινο ον, το αξίωμα δεν αποδεικνύει τίποτα. Είναι λογικό αυτός που σκέφτεται να υπάρχει, διαφορετικά δεν θα μπορούσε να σκεφτεί. Πρόκειται για μια ταυτολογία που δεν χρειάζεται απόδειξη.
Cogito ergo sum. Τὸ σημεῖο τῆς σύγκρουσης (ὅλων τῶν προηγουμένων θεματικῶν κατηγοριῶν - βιωμάτων του) μὲ τὴν κρατοῦσα Ἑγελιανὴ φιλοσοφία, καί, βεβαίως, θεολογία.
============================================================================
Η «κατανόηση» του Θεού από τον Σπινόζα. Κάτι σαν τον «καρτεσιανό δύτη»,
δηλ. τον διαολάκο που εμβαθύνει σκεπτόμενος στην έννοια του Θεού, με σκοπό να
αλιεύσει την ύπαρξή του.
Μια υποσημείωση του Κίερκεγκωρ στο έργο του «Φιλοσοφικά Ψιχία».
«Ο Σπινόζα, ο οποίος μέσω της εμβάθυνσης στην έννοια του Θεού θέλει, με τη βοήθεια της σκέψης, να προκαλέσει την εξαγωγή του Είναι απ’ αυτήν, παρεμπιπτόντως όμως όχι ως μία τυχαία ιδιότητα, αλλά ως καθοριστική της ουσίας του. Αυτό είναι το βαθυστόχαστο στον Σπινόζα, αλλά ας δούμε πώς αυτός το διαπραγματεύεται. Στο έργο του Prinzipia philosophiæ Cartesianæ, Pars I, Propositio VII Lemma I, λέει: „ quo res sua natura perfectior est, eo majorem existentiam et magis necessariam involvit; et contra, quo magis necessariam existentam res sua natura invovit, eo perfectior ” «Όσο πιο τέλειο είναι ένα πράγμα από τη φύση του, τόσο μεγαλύτερη και περισσότερο αναγκαία ύπαρξη εγκλείει· και, αντίθετα, όσο πιο αναγκαία Ύπαρξη εγκλείει ένα πράγμα από τη φύση, τόσο περισσότερο τέλειο είναι». Επομένως, όσο περισσότερο Τέλειο, τόσο περισσότερο Είναι· όσο περισσότερο Είναι, τόσο περισσότερο Τέλειο. Αυτό, όμως, είναι μια ταυτολογία. Αυτή γίνεται πιο φανερή μέσω ενός σχολίου, notta II: „ quod hic non loquimur de pulchritudine er aliis perfectionibus, quas homines ex superstitione et ignorantia perfectiones vocare voluerunt. Sed per perfectionem intelligo tantum realitatem sive esse ” «Δεν μιλάμε εδώ για ομορφιά και άλλες τελειότητες, τις οποίες οι άνθρωποι από δεισιδαιμονία και άγνοια θέλουν να ονομάζουν τελειότητες. Αλλά υπό την έννοια της τελειότητας εγώ καταλαβαίνω μόνον Πραγματικότητα ή Είναι». Ερμηνεύει την Τελειότητα (perfectio) με Πραγματικότητα, Είναι (realitas, esse). Επομένως, όσο πιο τέλειο είναι ένα πράγμα, τόσο περισσότερο Είναι· όμως, η τελειότητά του είναι ότι έχει περισσότερο Είναι (esse) μέσα του, πράγμα που σημαίνει, επομένως, ότι όσο περισσότερο αυτό είναι, τόσο περισσότερο είναι αυτό. Αυτά περί Ταυτολογίας, και συνεχίζουμε. Αυτό που λείπει εδώ είναι μια διάκριση ανάμεσα στο Πραγματικό Είναι και στο Ιδεώδες Είναι. Η μη καθ’ εαυτή ξεκάθαρη γλωσσική χρήση του Είναι, το να μιλάμε για περισσότερο ή λιγότερο Είναι και, κατά συνέπεια, η διαφορά βαθμίδας στο Είναι αποπροσανατολίζει ακόμα περισσότερο, εφόσον δεν κάνει κανείς εκείνη τη διάκριση, αφού, για να μιλήσουμε ξεκάθαρα, ο Σπινόζα μιλάει με βαθύνοια, αλλά ξεχνάει να ρωτήσει για τη δυσκολία. Σχετικά με το Πραγματικό Είναι, μια συζήτηση για περισσότερο ή λιγότερο Είναι είναι χωρίς νόημα. Μια μύγα, όταν υπάρχει, έχει την ίδια ποσότητα Είναι όσο και ο Θεός. Η ανόητη παρατήρηση, που εγώ εδώ σημειώνω, έχει, σχετικά με το Πραγματικό Είναι, εξ ίσου πολύ Είναι όση είναι και η βαθύνοια του Σπινόζα, διότι αναφορικά με το Πραγματικό Είναι ισχύει η διαλεκτική του Άμλετ: Ή Είναι ή δεν Είναι. Το Πραγματικό Είναι είναι αδιάφορο ως προς τις διαφορές που ορίζουν την Ουσία και σε όλα, όσα εδώ είναι, και έχει μερίδιο στο Είναι χωρίς μικροπρεπή ζηλοτυπία και μάλιστα το μερίδιό του είναι ίσο. Το ιδανικό συμπεριφέρεται εντελώς διαφορετικά, αυτό είναι απολύτως σωστό. (1) Όμως, εφόσον ομιλήσω ιδεωδώς περί του Είναι, δεν ομιλώ πλέον για το Είναι, αλλά για την Ουσία. Το υπέρτατο Ιδεώδες έχει το Αναγκαίο, γι’ αυτό είναι [αυτό που είναι]. Αλλά αυτό το Είναι είναι η Ουσία του, και αυτό το εμποδίζει να τεθεί διαλεκτικά στις κατηγορίες του Πραγματικού Είναι, επειδή ακριβώς Είναι· όπως επίσης, σε σχέση με κάτι άλλο, δεν μπορεί να λεχθεί τίποτε γι’ αυτό ότι έχει περισσότερο ή λιγότερο Είναι. Αυτό το έχει κανείς, εφόσον κάτι το ήδη ατελές, παλιότερα έτσι εκφράζεται· εάν ο Θεός είναι πιθανός, τότε αυτός είναι αυτονόητα, eoipso, Απαραίτητος (Leibniz). Κατά συνέπεια, η πρόταση του Σπινόζα είναι ορθή και η ταυτολογία είναι εντάξει, αλλά είναι επίσης βέβαιο ότι παρακάμπτει την δυσκολία, δεν την αντιμετωπίζει· διότι η δυσκολία έγκειται στο να συλλάβεις το Πραγματικό Είναι και να εισάγεις το Ιδεώδες του Θεού διαλεκτικά μέσα στο Πραγματικό Είναι.» Philosophiske Smuler eller En Smule Philosophi, af Johannes Climacus Udgivet af S. Kierkegaard, 1844. S. Kierkegaard, Samlede Værker, Udgivet af A. Drachmann, Fjerde Bind, Kjøbenhavn, 1923, s. 234. (Μετάφραση Γ. Ρούκαλη)
(1) Παράβαλε, αντιθέτως, την άποψη του Hegel, Encyclopädie § 139 (WerkeJub. Ausg. 8, S. 402): «Αλλά θα ήταν η μεγαλύτερη απερισκεψία, εάν θα εννοούνταν ότι η Ύπαρξη στη συνείδησή μας θα ήταν συνδεδεμένη κατά τον ίδιο τρόπο με την ιδέα για τα πεπερασμένα πράγματα και με την εικόνα περί του Θεού· θα λησμονούνταν ότι τα χρονικώς πεπερασμένα πράγματα είναι μεταβλητά και εφήμερα, δηλαδή ότι η Ύπαρξη είναι πρόσκαιρα συνδεδεμένη μαζί τους, ότι αυτή η σύνδεση δεν είναι αιώνια, αλλά διαιρετή.» Σημείωση ενός Γερμανοῦ μεταφραστή του έργου αυτού, του Emanuel Hirsch, suhrkamp taschenbuch wissenschaft 147.
---------------------
«Αλλά από μια τέτοια τάξη πραγμάτων δεν θα αποδείκνυα βέβαια την ύπαρξη του Θεού και, εάν αμέσως άρχιζα, δεν θα την τελείωνα ποτέ, και θα έπρεπε μάλιστα, ταυτόχρονα, να ζω, αδιάλειπτα (in suspenso), σε εκκρεμότητα, από το λόγο ότι θα μπορούσε, ξαφνικά, να συμβεί κάτι τόσο τρομερό, όπως ότι θα μπορούσαν οι μικρές μου αποδείξεις να καταστραφούν. Επομένως, τί είδους γεγονότα είναι αυτά, βάσει των οποίων εγώ θα το αποδείξω; Είναι τα γεγονότα, όπως αυτά εξετάζονται- θεωρούνται ιδεατά, δηλαδή έτσι όπως δεν εμφανίζονται άμεσα. Αλλά έτσι δεν το αποδεικνύω βέβαια από τις πράξεις, αλλά αναπτύσσω απλά και μόνον τον ιδεαλισμό, που είχα προϋποθέσει· έχοντας εμπιστοσύνη σ’ αυτόν τολμώ μάλιστα να αψηφήσω όλες τις αντιρρήσεις, και μάλιστα και εκείνες που δεν εμφανίστηκαν ακόμα. Αρχίζοντας, λοιπόν, προϋπέθεσα τον Ιδεαλισμό και προϋπέθεσα ότι θα τα κατάφερνα να τον φτάσω στο τέλος. Αλλά τί άλλο αυτό σημαίνει παρά ότι εγώ προϋπέθεσα ότι ο Θεός υπάρχει και ότι, στην εμπιστοσύνη μου σ’ αυτόν, οφείλω πραγματικά ότι ξεκινώ;
Και πώς συμπεραίνει κανείς ότι η ύπαρξη του Θεού προκύπτει από την απόδειξη; Συμβαίνει έτσι, εντελώς απ’ ευθείας; Δεν μοιάζει έτσι όπως με τον γνωστό δύτη -την γνωστή κούκλα- του Καρτέσιου; Όταν την αφήσω, στέκεται όρθια. Όταν την αφήσω: επομένως, πρέπει να την αφήσω. Το ίδιο συμβαίνει και με την απόδειξη· όσο χρονικό διάστημα στηρίζομαι στην απόδειξη (δηλαδή, παραμένω να είμαι αυτός που αποδεικνύει) η ύπαρξη δεν προκύπτει ως συμπέρασμα, αν όχι από άλλον λόγο, τότε από το ότι είμαι έτοιμος να την αποδείξω· αλλά όταν αφήνω την απόδειξη, τότε εμφανίζεται η ύπαρξη. Εντούτοις, το ότι την αφήνω, τούτο είναι βέβαια επίσης κάτι, αυτό είναι η συνεισφορά μου [το καρύκευμά μου]· δεν θα έπρεπε αυτό λοιπόν να υπολογιστεί, αυτή η μικρή στιγμή, όσο μικρή κι’ αν είναι, -δεν χρειάζεται να είναι μεγάλης διάρκειας, αφού αυτή είναι ένα άλμα. Όσο μικρής διάρκειας κι’ αν είναι αυτή η στιγμή [το Παρόν], ακόμα κι’ αν είναι στην ίδια ριπή οφθαλμού [Øjeblik, Augenblick]: αυτή η αυτοστιγμή, το ακαρεί πρέπει να συνυπολογισθεί, να ληφθεί υπόψη. Κι’ αν κανείς το ξεχάσει, τότε θέλω εγώ για να δείξω ότι, παρόλα αυτά, υπάρχει, να χρησιμοποιήσω ένα ανέκδοτο για να το εξηγήσω.
Ο Χρύσιππος... »
===========================================
(Spiniza´s Gottes „Verständnis“),
er det ikke her med som med de”cartesianske Dukker”?
„Spinoza, welcher durch Vertiefung in den Gottesbegriff mittels des Gedankens das Sein aus ihm hervorlocken will, jedoch wohl zu merken nicht als eine zufällige Eigenschaft, sondern als Wesens-Bestimmung. Dies ist an Spinoza das Tiefsinnige, aber laßt uns sehen, wie er verfährt. In den Prinzipien der Cartesianischen Philosophie, erster Teil, Propositio VII Lemma I sagt er: „Je vollkommener ein Ding von Natur ist, ein desto größeres und notwendigeres Dasein schließt es ein; und umgekehrt, ein je notwendigeres Dasein ein Ding von Natur einschließt, umso vollkommener ist es.“ („quo res sua natura perfectior est, eo majorem existentiam et magis necessariam involvit; et contra, quo magis necessariam existentam res sua natura invovit, eo perfectior”). Mithin je vollkommener, desto mehr Sein; je mehr Sein, desto vollkommener. Dies ist indes eine Tautologie. Diese wird noch deutlicher durch eine Anmerkung (Nota II): „Wir sprechen hier nicht von Schönheit und andern Vollkommenheiten, welche die Menschen aus Aberglaube und Unwissenheit haben Vollkommenheiten nennen wollen. Sondern unter Vollkommenheit verstehe ich allein Realität oder Sein.“ („quod hic non loquimur de pulchritudine er aliis perfectionibus, quas homines ex superstitione et ignorantia perfectiones vocare voluerunt. Sed per perfectionem intelligo tantum realitatem sive esse”). Er erklärt Vollkommenheit (perfectio) mit Realität, Sein (realitas, esse); mithin je vollkommener ein Ding ist, desto mehr ist es; aber seine Vollkommenheit ist, daß es mehr Sein (esse) in sich hat, das will also heißen, je mehr es ist, desto mehr ist es. Soviel von der Tautologie, doch nun weiter. Was hier zu vermissen ist, ist eine Begriffsunterscheidung zwischen faktischem Sein und ideellem Sein. Der an und für sich nicht klare Sprachgebrauch, von mehr oder weniger Sein zu sprechen, mithin der Gradunterschied im Sein, wird noch verwirrender, wenn man jene Unterscheidung nicht macht, wenn mit andern Worten Spinoza wohl tiefsinnig redet, aber es unterläßt erst einmal nach der Schwierigkeit zu fragen. In Beziehung auf faktisches Sein ist ein Reden von mehr oder weniger Sein sinnlos. Eine Fliege, wenn sie ist, hat ebensoviel Sein wie der Gott; die dumme Bemerkung, die ich hier schreibe, hat hinsichtlich des faktischen Seins ebensoviel Sein wie Spinozas Tiefsinn, denn hinsichtlich des faktischen Seins gilt die Dialektik Hamlets: Sein oder Nichtsein. Das faktische Sein ist gleichgiltig gegen die Unterschiedlichkeit aller Wesensbestimmungen, und alles, was da ist, hat ohne kleinliche Eifersucht Teil am Sein, und hat gleich sehr Teil daran. (2) Ideell verhält es sich anders, das ist ganz richtig. Jedoch sobald ich ideell von Sein spreche, spreche ich nicht mehr von Sein, sondern vom Wesen. Die höchste Idealität hat das Notwendige, darum ist es. Aber dies Sein ist sein Wesen, vermöge dessen es in den Bestimmungen des faktischen Seins nicht dialektisch werden kann, eben weil es ist; und auch in Beziehung auf etwas andres kann von ihm nicht gesagt werden es habe mehr oder weniger Sein. Dies hat man, wenn schon etwas unvollkommen, in alten Tagen so ausgedrückt: wenn Gott möglich ist, so ist er eben damit notwendig (Leibniz). Spinozas Satz ist also ganz richtig, und die Tautologie ist in der Ordnung, aber es ist ebenso gewiß, daß er die Schwierigkeit ganz und gar umgeht; denn die Schwierigkeit ist daß faktische Sein zu fassen zu bekommen, und die Idealität Gottes hineinzubekommen in das faktische Sein.“
(2) Vergleiche dagegen Hegel, Encyclopädie § 139 (Werke Jub. Ausg. 8, S. 402): „Aber es würde die größte Gedankenlosigkeit sein, wenn gemeint sein sollte, in unserm Bewußtsein sei die Existenz auf dieselbe Weise mit der Vorstellung der endlichen Dinge verbunden als mit der Vorstellung Gottes; es würde vergessen, daß die endlichen Dinge veränderlich und vergänglich sind, d. i. daß die Existenz nur transitorisch mit ihnen verbunden, daß diese Verbindung nicht ewig, sondern trennbar ist. Σημείωση τοῦ Γερμανοῦ μεταφραστή.
--------------------------------------------------------------
«...Aber aus einer solchen Ordnung der Dinge werde ich doch nicht Gottes Dasein beweisen, und wenn ich gleich begönne, würde ich nie fertig werden, und müßte zugleich fort und fort in der Schwebe leben, darum daß da plötzlich etwas so Entsetzliches geschehen könnte, daß mein bißchen Beweis verdorben würde. Mithin was für Taten sind es, aus denen ich es beweise? Es sind die Taten, wie sie ideel betrachtet werden, d. h. so, wie sie sich nicht unmittelbar zeigen. Aber denn beweise ich es ja nicht aus den Taten, sondern ich entwickle lediglich die Idealität, die ich vorausgesetzt habe; im Vertrauen auf sie wage ich es sogar allen Einwänden zu trotzen, sogar denen, die noch nicht ins Dasein getreten sind. Indem ich denn also anfange, habe ich die Idealität vorausgesetzt, und vorausgesetzt, daß es mir gelingen wird, sie zu Ende zu führen; aber was heißt daß andres als daß ich es vorausgesetzt habe, daß der Gott da ist, und im Vertrauen auf ihn ist es eigentlich, daß ich anfange.
Und wie kommt man des Gottes Dasein aus dem Beweise an den Tag? Geschieht das so ganz geradezu? Ist es damit nicht wie mit den bekannten kartesianischen Püppchen? Sobald ich´s loslasse: ich muß es also loslassen. So denn auch mit dem Beweise; solange ich am Beweise festhalte (d. i. fortfahre, der Beweisende zu sein), kommt das Dasein nicht an den Tag, wenn nicht aus anderm Grund, denn aus dem, daß ich dabei bin, es zu beweisen; aber indem ich den Beweis loslasse, ist das Dasein da. Jedoch daß ich loslasse, dies ist doch wohl auch etwas, das ist ja meine Zutat, müßte er alsdann nicht auch in Anschlag gebracht werden, dieser kleine Augenblich, wie kurz er auch sei, - lang braucht er ja nicht zu sein da er ein Sprung ist. Wie klein dies Moment auch sei, wenn es auch in demselben nu ist: dieses selbe Nu, es muß in Anschlag gebracht werden. Sollte man es vergessen haben, so will ich um zu zeigen, daß es doch da ist, es benutzen um eine kleine Anekdote zu erzählen. Chrysipp machte... »
=======================================
Καρτεσιανός δύτης , διαολάκος
dukke (1 πρώτη σημασία τῆς λέξης) taucher δύτης, sich vertiefen εμβαθύνω
dukke (2 δεύτερη σημασία τῆς λέξης) Puppe, σβούρα, βέμβιξ αιώρηση, εκκρεμότητα
Ὁ Κίερκεγκωρ κάνει ἕνα λογοπαίγνιο. Λέει ὅτι ἡ ἐμβάθυνση τοῦ Σπινόζα στὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ μὲ βάση τὴ λογική, μὲ σκοπὸ τὴν ἀπόδειξη τῆς ὕπαρξής του, μοιάζει μὲ τὶς καρτεσιανές κούκλες (δύτες)
Kierkegaard meint die kopfstehende Abart der Stehaufmännchen und verwechselt sie - irregeführt durch den annähernden Gleichlaut von dukker (Puppchen, Plural) und dykkere (Taucher, Plural) - mit den cartesianischen Tauchern (Mitteilung der dänischen Ausgabe).
Stehaufmännchen = Ο Κίερκεγκωρ εννοεί την μικρή φιγούρα κούκλας (μισή κούκλα, μισή μπάλα), που, ταλαντευόμενη, από οποιαδήποτε θέση επανέρχεται στην κάθετη θέση (Stehaufmännchen) και κάνει λογοπαίγνιο που παραπλανά με την ομόηχη λέξη στο πληθυντικό της (στα δανικά, αλλά και στα γερμανικά) κούκλας και δύτη (εδώ εννοείται ο «Καρτεσιανός κολυμβητής»).Ο κολυμβητής, ο δύτης, ο διάβολος του Καρτέσιου = Μικρός πλωτήρας (σώμα που επιπλέει π.χ. φελλός) από γυαλί, ο οποίος έχει συνήθως το σχήμα διαβόλου, και είναι κοίλος εσωτερικά και φέρει μικρή τρύπα στο άκρο της ουράς. Τοποθετείται μέσα σε ένα δοχείο με νερό, που κλείνεται στεγανά, υδατοστεγώς, με ελαστικό πώμα-τάπα-βούλωμα ή μεμβράνη. Εξ αιτίας του ότι είναι κοίλος, ο κολυμβητής, γεμάτος αέρα, επιπλέει, εφόσον είναι ελαφρότερος από τον ίσο όγκο νερού. Όταν όμως κάποιος πιέσει το πώμα ή τη μεμβράνη, το νερό, το οποίο συμπιέζεται, μπαίνει, από την ουρά, στο σώμα του κολυμβητή, ο οποίος, επειδή γίνεται έτσι βαρύτερος, βυθίζεται ή μένει μετέωρος. Όταν σταματήσει η πίεση πάνω στο σώμα, ο πεπιεσμένος αέρας που βρίσκεται μέσα στον κολυμβητή, εξωθεί το νερό και, έτσι ο κολυμβητής, επανακτώντας την προηγούμενη ελαφρότητα, ανέρχεται. Αυξομειώνοντας κανείς την πίεση πάνω στο πώμα μπορεί να επιτύχει ποικιλόμορφες καταδύσεις και αναδύσεις του κολυμβητή.
(Το παιγνίδι-πείραμα δεν ανήκει στον Καρτέσιο. Απλά, κάποτε του αποδόθηκε.)
=====================================
Inbegriff des sich Nicht-unterkriegen-lassens, des auch unter widrigsten Umständen immer wieder Aufstehenden. Dieser Klassiker der Kinderspielzeuge mit seinem tiefergelegten Schwerpunkt ist immer wieder nett anzuschauen. Aber es gibt noch viel mehr ungewöhnliche Schwerpunkte, von denen hier einige gezeigt werden. |
================================================================================
Der Name ist abgeleitet von René Descartes, latinisiert Cartesius. Er wurde angeblich um 1640 von René Descartes entwickelt, tatsächlich aber von Raffaello Magiotti erfunden und 1648 erstmals beschrieben.[1][2]
Kartesischer Taucher (Cartesianischer Taucher)Kurzbeschreibung
Ein Flaschenteufel (8 cm) ist innen hohl und besitzt eine kleine Öffnung, die in um den Bauch gewundenen Schwanz enthalten ist. Ist er ganz mit Wasser gefüllt, sinkt er in einem mit Wasser gefüllten Behälter zu Boden. Befindet sich eine geeignete Menge Luft in ihm, schwimmt er an der Wasseroberfläche.
Befindet sich der Taucher in einem Behälter (z.B. einem Dewargefäß mit Korken), den man unter Druck setzen kann, so wird sich bei Druckerhöhung das im Taucher befindliche Luftvolumen verkleinern. Damit wird der Auftrieb kleiner und der Taucher kann wieder zu Boden sinken. Entlastet man den Behälter wieder, wird die Luftblase im Taucher größer und er steigt wieder hoch.
Anstatt des Tauchers kann man auch Streichhölzer verwenden. Man bricht die Streichholzköpfe so ab, dass etwa drei bis vier Millimeter Holz verbleiben. An den Enden der Streichholzenden bilden sich kleine Luftblasen. Werden diese durch Druck von außen komprimiert erreicht man den gleichen Effekt wie beim Taucher. nimmt man mehrere Streichhölzer her werden sich diese aufgrund ihrer unterschiedlichen Dichte an unterschiedlichen Stellen im Rohr verteilen.
One of the key charges Kierkegaard makes against “Hegel”, “Hegelians”, “objectivists”, and “speculative thinkers” is that their views are deficient with respect to our natures as human beings. Specifically, the above views are said to leave us wanting with regards to our natures as creatures subject to: “existence”, “actuality”, and “the ethical”. Yet, Kierkegaard’s alternative conception of human nature is not immediately evident from his writings.
Indeed, throughout the history of Kierkegaard’s reception, commentators have differed markedly when it comes to the question of his view of human nature. From those who gave him the label ‘the father of existentialism’, and widely took him to hold man to have no nature at all other than what he makes for himself, to those that have taken him to hold a realist, atomistic, and essentialist view of the theological nature of human beings.
The question of Kierkegaard’s conception of human nature is brought to the fore by recent historical work, which suggests that Kierkegaard’s views are essentially related to his immediate intellectual, cultural, and theological context. Key in this respect is the question of whether Kierkegaard’s work contains a conception of human nature separable from his Christian theological motivations, commitments, and agenda. Can a purely philosophical, naturalistic, and secular conception of human nature be found in his work, and if so just how far can it get us in explaining his ideas? (The figures of Socrates, and the pagan philosophers, would seem to suggest the presence of such a conception, but is the matter so clear cut?) Or is Kierkegaard’s conception of human nature theological ‘all the way down’?
The aims of this volume are: to attempt to bring clarity to Kierkegaard’s conception of human nature; to outline his views on this front; and to determine, as far as possible, the nature of human nature in Kierkegaard’s thought. This, it is hoped, will make a lasting contribution to the continuing debate about the nature, significance, and legacy of Kierkegaard’s thought and work to our own self-understanding.
http://youtu.be/qLBzGpLgsUoNein, ich tanze nicht. Wiederholung und Wiedererrinerung
Der dänische Theologe und religiöse Schriftsteller Sören Kierkegaard gilt als früher Wegbereiter der Existenzphilosophie. Er lebte von 1813 bis 1855. Sein Denken war geprägt von der Maxime, dass die Wahrheit nicht in Sätzen gelehrt werden könne, sondern eine Bewegung des Menschen in der Zeit sei.
In seinem Essay "Ich tanze nicht" versucht Peter Bürger, sich dem Denken von Kierkegaard zu nähern. Der Autor lehrte an der Universität Bremen Literaturwissenschaften. Sein Hauptwerk über die "Theorie der Avantgarde" wurde in fast alle Sprachen übersetzt.
____________________________________________________________
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ ὁ Διαφωτισμός
Θὰ μποροῦσε ὁ Κίερκεγκωρ νὰ ἀντιπαραθέσει στὸν Διαφωτισμό τοῦ Ἑγέλου τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ; (Τὸν Ἅγιο Γρηγόριο ἴσως δὲν τὸν γνώριζε, ἤ δὲν ἤθελε νὰ τὸν γνωρίζει ὁ Μπίζερ)
Β΄ Κυριακή των Νηστειών – Γρηγορίου του Παλαμά
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁ φωστήρ, Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα καὶ διδάσκαλε, τῶν Μοναστῶν ἡ καλλονή, τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος, Γρηγόριε θαυματουργέ, Θεσσαλονίκης τὸ καύχημα, κῆρυξ τῆς χάριτος, ἱκέτευε διὰ παντός, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
http://www.scribd.com/doc/59601344
Τὸ παρακάτω ἄρθρο νὰ πάει στὸ "Enkelte"Karl Jaspers über Kierkegaard und Nietzsche
Zusammenstellung: Helmut Walther (Nürnberg)
|
Aus den Vorlesungen "Über Vernunft und Existenz" Gehalten 1935 an der Universität Groningen (Holland) Die geschichtliche Bedeutung Kierkegaards und Nietzsches Einleitend möchte ich kurz die damalige Situation Jaspers schildern, der seit 1920 an der Universität Heidelberg Philosophie lehrte und seither mit Heidegger in ununterbrochenem Briefwechsel(1) stand. Noch am 20.04.1933 hatte er an Heidegger geschrieben: "Sie sind bewegt von der Zeit , ich bin es auch. Es muß sich zeigen, was eigentlich in ihr steckt." Heidegger hielt am 27.05.1933 seine berüchtigte Rektoratsrede in Freiburg ("Die Selbstbehauptung der deutschen Universität"). Doch er kümmerte sich nicht nur um die eigene Universität, sondern wollte das Universitätswesen insgesamt auf das Führerprinzip festlegen, und so hielt er auch in Heidelberg, an der Universität Jaspers, eine weitere Rede, anläßlich derer ihn Jaspers einlud, bei ihm zu übernachten, was er auch annahm. Am 30.6.1933 sprach er dort über "Die Universität im Neuen Reich", Jaspers saß unter den Zuhörern. Der Inhalt der Rede ist bei Victor Farías(2) nachzulesen, hier nur ein kurzes Zitat: Es gehe nicht um den internationalen Fortschritt der Wissenschaft, vielmehr sei "dagegen ... ein scharfer Kampf zu führen im nationalsozialistischen Geist, der nicht ersticken darf durch humanisierende, christliche Vorstellungen." Nun, alle jüdischen Universitätslehrer waren damals bereits suspendiert ... Dieser Kampf wird nach Heidegger "gekämpft aus den Kräften des neuen Reichs, das der Volkskanzler Hitler zur Wirklichkeit bringen wird. Ein hartes Geschlecht ohne den Gedanken an Eigenes muß ihn bestreiten, das aus ständiger Prüfung lebt und zu dem Ziel, dem es sich verschrieb. Der Kampf geht um die Gestalt des Lehrers und Führers an der Universität." Nach dieser Rede und dem schriftlichem Erhalt der Freiburger Rektoratsrede samt Widmung schrieb Jaspers am 23.08.1933 an Heidegger: Lieber Heidegger! Heidelberg 23/8 33 Ich danke Ihnen für Ihre Rektoratsrede. Es war mir lieb, daß ich sie nach der Zeitungslektüre nun in authentischer Fassung kennenlernte. Der große Zug Ihres Ansatzes im frühen Griechentum hat mich wieder wie eine neue und sogleich wie selbstverständliche Wahrheit berührt. Sie kommen darin mit Nietzsche überein, aber mit dem Unterschied, daß man hoffen darf, daß Sie einmal philosophisch interpretierend verwirklichen, was Sie sagen. Ihre Rede hat dadurch eine glaubwürdige Substanz. Ich spreche nicht von Stil und Dichtigkeit, die sowie ich sehe diese Rede zum bisher einzigen Dokument eines gegenwärtigen akademischen Willens macht, das bleiben wird. Mein Vertrauen zu Ihrem Philosophieren, das ich seit dem Frühjahr und unseren damaligen Gesprächen in neuer Stärke habe, wird nicht gestört durch Eigenschaften dieser Rede, die zeitgemäß sind, durch etwas darin, was mich ein wenig forciert anmutet und durch Sätze, die mir auch wohl einen hohlen Klang zu haben scheinen. Alles in allem bin ich nur froh, daß jemand so sprechen kann, daß er an die echten Grenzen und Ursprünge rührt. ... Wenn es Ihnen möglich wäre, im Oktober noch einmal wieder über Heidelberg zu kommen, würde ich sehr froh sein. Inzwischen ist viel geschehen und manches klar geworden. Ich spräche gern mit Ihnen, falls Ihnen an der Kenntnis meiner konkreten Erfahrungen und Meinungen gelegen ist. ... Herzliche Grüße Ihr K. Jaspers. Heidegger war vorerst nichts daran gelegen ... er schrieb erst wieder 1935 an Jaspers, nachdem er 1934 das Freiburger Rektorat niedergelegt hatte: Lieber Jaspers! Freiburg i. Br., 1. Juli 35. Auf meinem Arbeitstisch liegt eine Mappe mit der Aufschrift »Jaspers«. Ab und zu fliegt ein Zettel hinein; auch angefangene Briefe liegen drinnen, Stücke einer Auseinandersetzung gelegentlich des ersten Versuchs, |