KierkegardHeader

Ἡ «Μελαγχολία» στὸν Κίερκεγκωρ καὶ τὰ ἔργα του

        «Σχεδὸν ποτὲ δὲ θὰ ἰδῆς τὴν ἔννοια «ἀγωνία» ν’ ἀπασχολῆ τὴν Ψυχολογία, πρέπει γι’ αὐτὸ νὰ σημειώσω πόσο εἶναι ὁλοκληρωτικὰ διαφορετικὴ ἀπὸ τὸ φόβο κι’ἀπὸ ἄλλες παρόμοιες ἔννοιες ποὺ ἀναφέρονται σὲ κάτι συγκεκριμένο, ἐνῶ ἡ ἀγωνία εἶναι ἡ πραγματικότητα τῆς ἐλευθερίας, γιατὶ βρίσκεται μέσα στὴ δυνατότητά της. Νὰ γιατὶ δὲ θὰ συναντήσης ἀγωνία σὲ ζῶο, ἀκριβῶς γιατὶ ἡ φύση του δὲν ὁρίζεται σὰν πνεῦμα» (Σ. ΚΙΡΚΕΓΚΩΡ, Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΑΝΝΗ ΤΖΑΒΑΡΑ, ΔΩΔΩΝΗ, 1971, σελ. 53.)
       «Begrebet Angest seer man næsten aldrig behandlet i Psychologien, jeg maa derfor gjøre opmærksom paa, at det er aldeles forskjelligt fra Frygt og lignende Begreber, der referere sig til noget bestemt, medens Angest er Frihedens Virkelighed som Mulighed for Muligheden. Man vil derfor ikke finde Angest hos Dyret, netop fordi det i sin Naturlighed ikke er bestemmet som Aand.» (Begrebet Angest, Søren Kierkegaards Skrifter bind 4, side 348).

       «Ποτὲ δὲ γίνεται λόγος γιὰ σχετισμὸ τῆς ἀγωνίας πρὸς κάτι τὸ ἐξωτερικό <ὅπως πχ. «ὁ Φόβος» ἤ «ὁ Τρόμος, σημ. Γ. Ρούκαλη>. Ἡ ἀγωνία προβάλλει μόνο ἀπ’τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀνθρώπου.» (Στὸ ἴδιο βιβλίο τῆς προαναφερθείσας μετάφρασης τοῦ Γ. Τζαράρα: LISELOTTE RICHTER, ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΤΩΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ ΑΠ΄ ΟΣΟΥΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ Ο ΚΙΕΡΚΕΓΚΩΡ ΣΤΗΝ «ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ», σελ. 197.)    

Ὁ Σ.Κ. ἐπίσης ἔλεγε: «ἡ μελαγχολία, ἡ κατήφεια, βρίσκεται τὸ ἴδιο μακριὰ ὅπως καὶ ἡ ἐπιπολαιότητα -καὶ τὰ δύο εἶναι ἐξ ἴσου κοσμικότητες, βρίσκονται τὸ ἴδιο ἀποστασιοποιημένα ἀπ' τὸν Χριστιανισμό».

       Καὶ πάλι, σύμφωνα μὲ τὸν Κίερκεγκωρ, ἡ μόνη διέξοδος ἀπὸ τὴν ἀπελπισία (Verzweiflung) εἶναι ὁ Χριστιανισμός. Ἡ ἀπελπισία εἶναι ἕνας κόμβος, ἕνα σταυροδρόμι· μπροστὰ στὴ σκέψη τοῦ θανάτου εἴτε ἐγκαταλείπει κανεὶς τὸν ἑαυτό του στὴν ἀπελπισία, εἴτε Πιστεύει. (Ὅρα καὶ Ἔρευνες : )

..............................................................................................      

        "...Λύπη («η κατὰ Θεὸν λύπην» τοῦ Παύλου, «ἥτις μετάνοιαν ἀμεταμέλητον εἰς σωτηρίαν κατεργάζεται»), ἢ αἶνος, εὐχαριστία, ἅγιος ἐνθουσιασμός."

       "...Ἐνῶ ἡ κοσμικὴ μουσική, καὶ ἂν εἶναι ἀκόμη καὶ πλέον ἁγνή, ἐκφράζει σαρκικὰ συναισθήματα, ἀκόμα καὶ ὅταν τὴν ἐμπνέει ὁ πόνος καὶ ἡ θλίψις", «ἡ κατὰ κόσμον λύπη", κατὰ τὸν Παῦλον, "ἥτις θάνατον κατεργάζεται»." (Φώτης Κόντογλου, Από ἐπιστολὴ-μελέτη ποὺ δημοσιεύθηκε το 1963.)

      Στὸ (Gyldeleye) Γκιλλελάϊ (1835), ὅπου κατέφυγε ὁ Κίερκεγκωρ γιὰ περισυλλογή, ἔνοιωσε ἕναν σεισμὸ μέσα του, καί ἔπειτα, μιὰ ρήξη μὲ ὅλα ὅσα εἶχε διδαχθεῖ. Μιὰ ἄβυσσος τὸν χώρισε ἀπ' τὸν "θεὸ" τῆς Παλιᾶς Διαθήκης, ἔστω καὶ ἐὰν ἐπρόκειτο γιὰ τὸν ἴδιο (θέμα θεώρησης), ἕναν "θεό, πού, ἂν τότε εἶχε γνωρίσει τὸν σχεδὸν σύγχρονό του Ζ. Φρόιντ, θὰ ἀναγνώριζε τὸν "τιμωρὸ Θεό-πατέρα", τὸν ὁποῖο ἐκείνην τὴν ἐποχὴ ὁ τελευταῖος ἀνέλυε.
       Ὁ πατέρας τοῦ Κίερκεγκωρ, πατέρας παλαιοδιαθηκικῆς κοπῆς, Padre Padrone (Ὁ Πατέρας μου, Ὁ Κύριός μου), μὲ τὴν Jupiterian σοβαρότητα, ἦταν ἕνας ἐπιτυχημένος ἔμπορος ποὺ ἐπιτυχία εἶχε ἐπίσης καὶ στὴν μετάδοση τῆς μελαγχολίας καὶ τῶν θρησκευτικῶν αἰσθημάτων ἐνοχῆς στὸν γιό του. (Τὴν θρησκευτική του ἐνοχή, τὸν Εὐσεβισμό καὶ τὴν κατάθλιψη ὁ πατέρας ἀποκάλεσε tungsind (μελαγχολία), δηλαδὴ «ἔνταση τοῦ πνεύματος».) Τὸ τρομερὸ ὑπόβαθρο, φόντο τῆς ζωῆς τοῦ νεαροῦ φοιτητὴ τῆς θεολογίας συμπλήρωνε καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι κάθε λίγα χρόνια πέθαινε καὶ ἀπὸ ἕνα μέλος τῆς οἰκογένειάς του. Πρώτη ἡ πρώτη γυναῖκα τοῦ πατέρα του, κατόπιν τὰ πέντε ἀπὸ τὰ ἑφτὰ ἀδέλφια του καὶ ἡ μητέρα του καὶ στὰ 25 του ὁ πατέρας του. Ὅλα τὰ αἰσθήματα καὶ τὶς σκέψεις τῆς ἰδιαίτερα ἔντονης προσωπικότητάς του τὰ περνοῦσε ἀπὸ τὸ φίλτρο τῆς Ἁγίας Γραφῆς  καὶ φυσικὰ καὶ τὸ θέμα τοῦ ἔρωτά του μὲ τὴν Ρεγγίνα.
       Ἀλλιῶς «ἔβλεπε», σύμφωνα μὲ αὐτὰ ποὺ διάβαζε στὴν Ἁγία Γραφή, τὸν Θεὸ μέσα του. Ἀποχαιρέτησε ἔτσι τὸν «θεὸ» τοῦ πατέρα του.
       Αὐτὸ ἦταν! Ὁ Χριστὸς τῆς ἀγάπης εἶχε παρεξηγηθεῖ. Ἦταν σκληρότερο νὰ ἀκολουθήσεις τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ δὲν εἶχε τίποτα τὸ κοινὸ μὲ τὸν «θεὸ» τοῦ Μωυσῆ. Προπαιδεία ἡ Παλιὰ Διαθήκη, τὸ φοβερὸ μέλλον ὁ Ἰησοῦς τῆς Ἀγάπης καὶ τῆς θυσίας. Ὅποιος δὲν νίκησε τὸν φόβο καὶ τὸν κίνδυνο, δὲν ξέρει τι θὰ πεῖ Ἐλευθερία, Ἅλμα στὸ Αἰώνιο!

       Ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς μελαγχολίας του: Τὸ 1837-1838 αἰσθανόταν ὅτι δὲν ἦταν ἄξιος νὰ προσεγγίσει τὸν βωμό τῆς Ἐκκλησίας προκειμένου νὰ κοινωνήσει, κυρίως ἐπειδὴ εἶχε τὴν ἔμμονη ἰδέα ὅτι δὲν ὑπάρχει συγχώρεση γιὰ τὴν μελαγχολία, ὅταν αὐτὴ σὲ μαστίζει. Μετὰ ἀπὸ δεκαοκτὼ μῆνες ἔγραψε στὸ ἡμερολόγιό του ὅτι τέτοιες ἔμμονες ἰδέες ποὺ συντηροῦν τὴν μελαγχολία εἶναι σὰν κράμπα π.χ. στὸ πόδι, τὸ καλύτερο μέσο γιὰ νὰ τὴν ἀντιμετωπίσεις εἶναι νὰ πατήσεις σ’ αὐτὸ (6 Ἰουλίου 1838). Ὅταν συνήρθε ἀπὸ ταὴν ἰδέα ὅτι δὲν ὑπάρχει συγχώρεση, καὶ ὅτι αὐτὸς μπορεῖ καὶ πάλι νὰ πάει νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ νὰ ἀλλάξει, ἔγραψε τὴν φράση αὐτὴ στὸ ἡμερολόγιό του. «Πᾶρτε ἕνα ζευγάρι περίεργα παπούτσια καὶ θὰ φύγει ἡ κράμπα ἀπὸ τὸ πόδι.»
       Ὁ Κίερκεγκωρ κοινώνησε 41 φορὲς στὴ ζωή του, συμπεριλαμβανομένων τῶν 39 στὴν Ἐκκλησία τῆς Παναγίας. Γιὰ τὸν Κίερκεγκωρ ἦταν μυστήριο ἡ θ. Κοινωνία, κάτι ποὺ ἀπαιτεῖ προετοιμασία, στὴν ὁποία συμπεριλαμβάνεται ἐπίσης τὸ ὅτι ἔχει προηγηθεῖ ἐξομολόγηση σ’ ἕναν ἱερέα.

 

 

Περί Ἀθυμίας _ Ἀπελπισίας, Κατάθλιψης.
Ἡ ἀθυμία (κατάθλιψη) εἶναι τὸ χειρότερο ἀπὸ ὅλα τὰ παθήματα, ἡ κορωνίδα καὶ τὸ κορύφωμα τῶν δοκιμασιῶν. Ἡ κατάθλιψη εἶναι φοβερὸ βασανιστήριο τῶν ψυχῶν, εἶναι ἕνας πόνος ἀνέκφραστος, εἶναι ἕνας πόνος ἀνέκφραστος καὶ ποινὴ πικρότερη, ἀπὸ κάθε ποινὴ καὶ τιμωρία. Γιατί μιμεῖται τὸ σκουλήκι, ποὺ ἔχει δηλητήριο καὶ προσβάλλει ὄχι μόνο τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴν ψυχή. Εἶναι σαράκι, ποὺ κατατρώει ὄχι μόνο τὰ κόκκαλα, ἀλλὰ καὶ τὴν σκέψη καὶ καταστρέφει τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς. Ἡ ὑπερβολικὴ ἀθυμία ἔχει τὴν δύναμη, νὰ βγάλει πολλὲς φορὲς τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ λογικά του, νὰ καταποντίσει τὴν ψυχὴ καὶ νὰ τὴν κάνει ἄχρηστη γιὰ ὅλα τὰ καλά. (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
• Ἂν συνέχεια σκεπτόμαστε, ἐνδιατρίβουμε καὶ ἀσχολούμαστε μὲ τὴν ἀθανασία, μὲ τὴν αἰώνια ζωή, μὲ τὴν χορεία τῶν ἀγγέλων, μὲ τὴν συμβίωσή μας μὲ τὸν Χριστό, μὲ τὴν ἀπερίγραπτη ἐκείνη δόξα, μὲ τὴν ζωὴ ποὺ εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε πόνο, τότε δὲν θὰ πέσουμε σὲ ἀθυμία, ἀπὸ τὰ λυπηρὰ τῆς παρούσης ζωῆς. (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
• Δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ μελαγχολοῦμε. Ὁ Χριστὸς νίκησε τὰ πάντα! Ἀνέστησε τὸν Ἀδάμ! Ἐλευθέρωσε τὴν Εὔα! Θανάτωσε τὸν θάνατο! (Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ)
• Ὅποιος νίκησε τὰ πάθη αὐτὸς νίκησε καὶ τὴν κατάθλιψη. Ὅποιος νικιέται ἀπὸ τὰ πάθη δὲν θὰ ἀποφύγει τὰ δεσμὰ τῆς θλίψεως. Ὅπως ὁ ἄρρωστος φαίνεται ἀπὸ τὸ χρῶμα τοῦ προσώπου του, ἔτσι ὁ ἐμπαθὴς ἀπὸ τὴν κατάθλιψη. (Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ)
• Στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἁμαρτάνει, ἡ Θεία Χάρη τὸν ἐγκαταλείπει, γιατί ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ πηγαίνει μὲ τὸν ἐχθρό του. Τότε ὁ ἄνθρωπος μαραζώνει, λυγίζει, αἰσθάνεται νὰ συντρίβεται κάτω ἀπὸ ἕνα βαρὺ φορτίο. Σ’ αὐτὸν ἐκπληρώνεται ὁ λόγος τοῦ Κυρίου γιὰ τὸ δαιμονικὸ πνεῦμα, ποὺ ἐπιστρέφει μὲ ἄλλα ἑφτὰ πιὸ πονηρὰ δαιμόνια (Ματθ. 12,43-45). Μελαγχολία, ἀνησυχία, ψυχοπλάκωμα – νὰ ποιὸς εἶναι ὁ μισθὸς τοῦ πάθους ποὺ ἱκανοποιήθηκε. Ἀπίστευτο! Ἀπὸ τὴν ἱκανοποίηση τοῦ πάθους ὁ ἄνθρωπος περιμένει ἕναν παράδεισο: «Θὰ εἶστε σὰν θεοί» (Γέν. 3,5). Μόλις ὅμως τὸ ἱκανοποιήσει, βγαίνει ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ διαπιστώνει πὼς ὁ ποθητὸς ”παράδεισος”, δὲν ἦταν, παρὰ μία αὐταπάτη. Τώρα ἔχει μείνει μὲ τὸ κενό, τὴν ὀδύνη, τὴν στενοχώρια, τὸ βάρος. Βλέπει, πὼς ἡ προσδοκία τοῦ διαψεύστηκε. Περίμενε νὰ χαρεῖ, μὰ ἔγινε τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο. Ὁ δρόμος ποὺ πῆρε, δρόμος ἐνδόσεως στὸ πάθος, τὸν ὁδήγησε στὴν ἁμαρτία καὶ τὴν κατάθλιψη… (Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος)
• Ἡ μελαγχολία γεννᾶ τὴ ἀπόγνωση καὶ αὐτὴ πλέον εἶναι θανάσιμο ἁμάρτημα. (Ὅσιος Βαρσανούφιος τῆς Ὄπτινα)
• Φύγε μακριὰ ἀπὸ τὴν μελαγχολία. Ἂν σὲ κυριεύσει ἡ μελαγχολία, διάβασε τὸ Εὐαγγέλιο. (Ἅγιος Ἀμβρόσιος τῆς Ὄπτινα)
• Σᾶς προτείνω μία συμβουλὴ κατὰ τῆς μελαγχολίας: ὑπομονή, ψαλμωδίες καὶ προσευχή. (Ἅγιος Μακάριος της Ὄπτινα)
• Στὴ βάση τῶν ψυχικῶν ἀσθενειῶν, βρίσκεται ἡ ὑπερηφάνεια. Θεμέλιο τῶν ψυχικῶν ἀσθενειῶν εἶναι ἡ θεώρηση τοῦ ἑαυτοῦ μας ὡς κέντρου τῶν πραγμάτων. Ὅλοι οἱ ψυχικὰ ἀσθενεῖς ἔχουν ὡς κέντρο τὸν ἑαυτόν τους. Κάθε ψυχικὴ ἀσθένεια ἔχει στὴν βάση τῆς πνευματικὰ προβλήματα. (Στάρετς Σέργιος)
Panteleimon Krouskos: Δεν είναι δικά μου λόγια αλλά πατερικα. Πραγμα που σημαίνει ότι πρόκειται για θεοσδοτη ψυχολογική εμβάθυνση στα απόκρυφα της ανθρώπινης ύπαρξης. Και αν διαβάσετε καλά δεν έχει να κάνει με την ηθική ποιότητα των ανθρώπων, ούτε η αθυμία είναι το θανάσιμο αμάρτημα, αλλά η απελπισία την οποία γεννά αν αφεθεί ο άνθρωπος σε αυτήν. Οσο για τις ψυχικές νόσους υπάρχουν άνθρωποι επιστήμονες που μπορούν να τις εντοπίσουν, να τις καταστείλουν, να τις θεραπεύσουν αλλά όχι να φτάσουν στην ουσία τους και να τις καταργήσουν δια παντός. Εκει ξεκινά η πνευματική εργασία. Αλλωστε η κατάθλιψη όπως κάθε πειρασμός είναι μια δοκιμασία, δεν αποδίδει ποιότητες στους ανθρώπους. Η εγκατάλειψη όμως και η παράδοση σε αυτή γεννά τον πνευματικό θάνατο. ”

Η κ.Ρασιδάκη (ΠΕΡΙ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑΣ, Εκδ.: ΚΙΧΛΗ, 2012) πραγματεύεται την ενοχική αντίληψη του 12ου αιώνα για τη Μελαγχολία και τη σύνδεσή της με το αμάρτημα της "ακηδίας" και το Προπατορικό Αμάρτημα.
Τungsind (μελαγχολία) δηλαδὴ «ἔνταση τοῦ πνεύματος», ακηδία (Acedia).
Η Μελαγχολία φτωχαίνει, αδειάζει το ίδιο το Εγώ.

.......................................................................................................................

Το tungsind, όταν μεταφράζεται απευθείας, στα Αγγλικά, σημαίνει ′′βαρύ μυαλό"
στα γερμανικά μεταφράζεται "Melancholie" "Depression".
συγγενείς όροι στα δανικά: tristhed,   krisetilstand,   forstemning,   forstemmelse,   livslede   depression,   angst.
                                            θλίψη, κατάσταση κρίσης,  διάθεση,      αίσθηση,         δια βίου κατάθλιψη,       άγχος.

............................................................................

       Υπάρχει μια διάχυτη, εσφαλμένη εντύπωση ότι ο "υπαρξισμός" σχετίζεται με τη "μελαγχολία", επειδή ο Kierkegaard ήταν μελαγχολικός και ανάλογη μελαγχολία αποπνέουν τα έργα του ή η φιλοσοφία του, πολύ περισσότερο δε n θεολογία του. Μερικοί, περισσότερο πληροφορημένοι, εντοπίζουν την "μελαγχολία" του αυτή στο περιστατικό εκείνο, το "κλασικό" πλέον, που ο πατέρας του, σε παιδική ηλικία "βλασφήμησε" τον θεό και, έκτατε, οι τύψεις που τον ακολουθούσαν σφράγισαν την ζωή του, το περιβάλλον του και, κατά συνέπεια, είχαν επίπτωση και στην διαπαιδαγώγηση του νεαρού Σαίρεν ο οποίος την κληρονόμησε, του έγινε τρόπος σκέψης  και ζωής και, έτσι, παρήγαγε ανάλογης ψυχολογίας φιλοσοφία. Σ’ αυτό τo σημείο, άλλοι επίσης, σχολιάζοντας, σημειώνουν πως δεν είναι δυνατό ένα τέτοιο περιστατικό να δημιούργησε μια κατάσταση παρόμοιων διαστάσεων. Απαντώντας στο ίδιο σημείο άλλοι, μια τρίτη κατηγορία σχολιαστών, παρατηρούν ότι ο Μίχαελ είχε πάρα πολύ καλές σχέσεις, μεταξύ όλων των άλλων παστόρων, και με τον πρεσβύτερο Myster, τον μετέπειτα επίσκοπο της Seeland, στον οποίο εξομολογούνταν και ο οποίος τον εκτιμούσε ιδιαίτερα, και είναι μάλλον απίθανο στη συντηρητική Κοπεγχάγη, να διατηρεί τέτοιες σχέσεις μ' ένα τέτοιο παρελθόν. Εξ άλλου, συνεχίζουν, η μελαγχολία τον συνόδευε από μικρής ηλικίας και όταν παντρεύτηκε για πρώτη φορά ήταν ήδη 38 χρονών.

       Γίνεται φανερό απ' την εξέλιξη της ζωής του ότι, όσον αφορά τα μεγάλα προβλήματα που είχαν σχέση με τον πατέρα του, είχε «ψυχολογικά» απελευθερωθεί απ' το παρελθόν του και ενδεικτική είναι η ρήξη του με τον πατέρα του, κατά την διάρκεια του εσωτερικού «σεισμού», που τον ταρακούνησε την εποχή του Gilleleje, και η αποστασιοποίησή του απ' όλα τα κληρονομικά, ακόμα και απ' τον "θεό της Παλιάς Διαθήκης", όπως αυτά περιγράφονται πολύ παραστατικά στο έργο του "Φόβος και τρόμος" και στην "Έννοια της αγωνίας".

       Επίσης, αυτός ο ρηξικέλευθος αυτός χαρακτήρας που τόσους ορίζοντες άνοιξε στην ψυχολογία, εκτός απ' τη σοβαρότητα που αποπνέει η ευθύνη του για το μέλλον της ψυχής, είχε συναίσθηση της φιλοσοφικο-ψυχολογικής κατηγορίας της "μελαγχολίας", σαν χαρακτηριστικού ορισμένων ανθρώπων, των οποίων την θρησκευτικότητα, κατατάσσοντάς την στην ίδια κατηγορία με αυτήν της "επιπολαιότητας", την απορρίπτει: Έλεγε στην Εξάσκηση στον Χριστιανισμό: «Εάν λοιπόν κάποιος μπορεί να Τον αγαπήσει μόνον στο μεγαλείο -τί θα ήθελε να πει αυτό; θα σήμαινε ότι αυτός μπορεί να αγαπήσει την αλήθεια μόνον τότε -όταν αυτή θα είχε νικήσει, όταν θα είχε στην κατοχή της την δύναμη, την τιμή και το μεγαλείο. Καθώς όμως η αλήθεια αγωνιζόταν, όταν αυτή ήταν μωρία -σκανδαλισμός για τους Ιουδαίους και μωρία για τους Έλληνες, καθώς αυτήν την περιγελούσαν και την ενέπαιζαν και -όπως λέει η Αγία Γραφή- την έφτυναν, τότε δεν μπορούσε εκείνος να την αγαπήσει και προσπαθούσε να αποστασιοποιηθεί εντελώς. Προσπαθούσε δηλαδή να κρατήσει σε απόσταση την αλήθεια. Τότε όμως βρίσκεται κανείς βέβαια στην αναλήθεια. Ανήκει εξ ίσου ουσιαστικά στην "Αλήθεια" ότι αυτή πρέπει να υποφέρει σ' αυτόν τον κόσμο, όπως ότι αυτή σ' έναν άλλο κόσμο, στο κόσμο της αλήθειας, πρέπει να νικήσει: και ο Ιησούς Χριστός είναι ό ίδιος στην ταπείνωσή Του όπως και στην ύψωσή Του. Σε περίπτωση που όμως, τώρα, κάποιος θα αισθανόταν να ελκύεται στο να αγαπάει τον Χριστό στην ταπείνωσή Του, εάν δεν ήθελε να μάθει απολύτως τίποτα απ' την Ανάληψή Του εκεί όπου είναι δική Του n Βασιλεία και n Δύναμη και η Δόξα (ω, θλιβερή αναστροφή- διαστρέβλωση!) με την ανυπομονησία ενός ανήσυχου πνεύματος, κουρασμένο- απηυδισμένο-βαριεστημένο-που πλήττει, όπως αυτός βέβαια θα 'λεγε, απ' τις καλές και νικηφόρες ημέρες της Χριστιανοσύνης, απλά αναζητούσε το θεατρικό έργο του τρόμου για να είναι μαζί Του, όταν Αυτός διώκονταν και χλευάζονταν [για να είναι με το μέρος του διωκόμενου και του χλευασμένου]: το βλέμμα, η όψη ενός τέτοιου ανθρώπου θα ήταν το ίδιο παραπλανημένη -δε θα γνώριζε τον Χριστό και επομένως ούτε και θα Τον αγαπούσε. Διότι στον Χριστιανισμό η μελαγχολία, η κατήφεια βρίσκεται το ίδιο μακριά όπως και n επιπολαιότητα -και τα δύο είναι εξ ίσου κοσμικότητες, βρίσκονται το ίδιο αποστασιοποιημένα απ' τον Χριστιανισμό και τους είναι εξ ίσου απαραίτητη η μεταστροφή.»

       Πρέπει να σημειωθεί, επίσης και η γνώμη του μεγάλου ψυχολόγου Karl Jung, ο οποίος έγραψε ότι ο Κίερκεγκωρ διακατέχονταν από «νευρωτική θρησκευτικότητα». Ο Κίερκεγκωρ, όμως, είχε προλάβει και είχε ήδη απορρίψει την «κατά κόσμον» Ψυχολογία, δημιουργώντας μια καινούρια, χριστιανική, επειδή η κλασική Ψυχολογία δεν αναγνωρίζει θέματα θρησκευτικά, όπως «το προπατορικό αμάρτημα» κ.λπ. Αλλά και μια «light θρησκευτικότητα», δηλ. το «υγιές» αντίθετο της νευρωτικής θρησκευτικότητας, ήταν για τον Κίερκεγκωρ, τον γεμάτο πάθος Χριστιανό, κάτι το καταστροφικό. Έλεγε ότι κάτι τέτοιο θα έμοιαζε με ερωτευμένο χωρίς πάθος, πράγμα αδιανόητο.

       Τέλος, το θέμα της Μελαγχολίας θυμίζει λίγο «Το όνομα του ρόδου», όπου το δήθεν επίκεντρο της ιστορίας ήταν ένα υποθετικό βιβλίο του Αριστοτέλη γύρω από το γέλιο, τη χαρά κ.λπ. και το οποίο έπρεπε να είναι κρυμμένο ή και να καταστραφεί, διότι ο Χριστός δεν γέλασε... Μόνον οι αμερικανοί ψυχολόγοι έχουν συνταγές για να γίνει ο καθένας ευτυχισμένος. Στην  αληθινή ζωή τα πράγματα, λόγω της σοβαρότητάς τους σε «προσγειώνουν» συχνά και πρέπει να είναι κανείς αρκετά επιφανειακός, ώστε να γελάει χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Όταν μάλιστα πρόκειται για τη σωτηρία των συνανθρώπων του, τη σωτηρία της ψυχής του, τότε τα πράγματα σοβαρεύουν πολύ. Τέλος, όταν η σωτηρία απαιτεί πάθος, τότε βρίσκεται κανείς πολλές φορές πιο κοντά στο κλάμα, παρά στο γέλιο. Αυτό όμως είναι κάτι άλλο, δεν είναι μελαγχολία. Το ότι όμως συμπάσχει κανείς για τον συνάνθρωπό του δε σημαίνει ότι καταδικάζεται, εξορκίζεται, αφορίζεται η χαρά και το γέλιο. Αντίθετα, απαιτούνται, απλώς έχουν άλλο περιεχόμενο. Και για να ολοκληρωθεί η εικόνα της «αμερικανικής» ευτυχίας, σύμφωνα με τους θεολόγους της οικονομίας τους (Max Weber), αλλά και τους ψυχολόγους τους (Karl Jung): οι ψυχολόγοι τους θέτουν φανερά στους ασθενείς τους ένα τεστ, προκειμένου να γίνει φανερή η ψυχολογικο- κοινωνιολογική τους  κατάσταση. Τους λένε ότι ο σωστός, ο υγιής κοινωνικά άνθρωπος πρέπει να κερδίζει ετήσια ένα εισόδημα «τον αριθμό της ηλικίας του επί χίλια». Τούτο δείχνει ότι τα συμπεράσματα του καθενός καθορίζονται από τη θέση εκκίνησής τους. Από την Αλήθεια του καθενός. Έτσι ο Max Weber, έτσι ο Karl Jung, αλλά έτσι και ο Kierkegaard.

      Είναι μάλλον προφανές ότι πρόκειται περί παρεξηγήσεως. Μόνον τα «Διαψάλματα» αποπνέουν τέτοιο κλίμα, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ εἶναι χαρακτηριστικὸ εἰρωνικο-χιουμοριστικὸ πνεῦμα, ποὺ στοχεύει σὲ ὑψηλώτερες ἀναζητήσεις. (Π.χ> «Εκτός από τον συνήθη πολυπληθή κύκλο γνωριμιών, έχω ακόμα μια επιστήθια έμπιστη, την μελαγχολία μου. Μέσα στην χαρά μου, στη μέση της δουλειάς μου μού γνέφει, με καλεί παράμερα, αν παραμένω εκείνη τη στιγμή σωματικά παρών. Η μελαγχολία μου είναι n πιο πιστή αγαπημένη, που γνώρισα ποτέ. Τί το περίεργο που την ξαναγαπώ. Η ζωή έγινε σε μένα ένα πικρό ποτό, και συν τοις άλλοις πρέπει να την πίνω σαν σταγόνες, αργά, μετρώντας.» Και πολλά άλλα.) Αλλά αυτά, με μεγάλη δεξιοτεχνία εποιήθηκαν έτσι, προς τον σκοπό αυτό, για να δώσουν αυτή τη νότα από την ατμόσφαιρα της ζωής του Δον Τζοβάνι, την ατμόσφαιρα του αδιεξόδου της πρώτης σφαίρας της ύπαρξης, αυτής του αισθησιασμού.

------------------------------------------------

"Υπαρξιακό και νοητικό γίγνεσθαι κατά τον Kierkegaard", ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΒΑΡΑΣ, σελ. 133, ὑποσημ.526
[Ως προς το χωρίο του Κίρκεγκωρ:] Ημερολ. ΙΙΙ, 260. «Εδώ τεκμηριώνεται η άποψη, την οποία αναπτύσσω εκτεταμένα στο βιβλίο μου: Τζαβάρας 1997 («Η καθολική διάδοση της απελπισίας (Σπουδή στον Kierkegaard)». Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1997). Δες π.χ. εκεί, σελ. 105-106, ενάντια στον «διαλεκτικό αρνητισμό» που υποστηρίζει ο Theunissen: «Το γεγονός ότι κάποιος ασχολείται με [αρνητικά φαινόμενα, όπως η αγωνία, η απελπισία, η μελαγχολία και ο δαιμονισμός], δεν σημαίνει ότι και αυτός διακατέχεται από την ίδια αρνητικότητα, ότι είναι υποστηρικτής της, ή ότι πρεσβεύει πως αυτά τα φαινόμενα πρέπει να ιδωθούν με θετικό βλέμμα. Ισχύει μάλιστα το αντίθετο: ο Κίρκεγκωρ προσεγγίζει την αγωνία ως παρατηρητής ψυχολόγος, που ξέρει να διακρίνει το ελάττωμα από το προτέρημα• προσεγγίζει την απελπισία ως γιατρός, που ξέρει ότι έχει να κάνει με μια βαρύτατη ασθένεια και κατέχει τα μέσα της θεραπείας. Δεν ελκύεται προς την απελπισία, επειδή είναι ο ίδιος απελπισμένος, αλλά επειδή είναι πεπεισμένος ότι μια χριστιανική πραγματεία οφείλει να έχει εποικοδομητικό στόχο – κι αυτόν τον στόχο οικειοποιείται σε όλη την έκταση του περί απελπισίας βιβλίου του».

......................................................................................................................

    Der einzige Weg aus der Verzweiflung führt laut Kierkegaard also zum Christentum.

 

Die Krankheit zum Tode – Wikipedia

Der Ausdruck „Krankheit zum Tode“ kommt außerdem in Johann Wolfgang Goethes Roman Die Leiden des jungen Werthers vor.

(Κάποιος κακολογοῦσε ἕναν ἐρωτευμένο αὐτόχειρα, λέγοντας ὅτι ἦταν ἀνόητος, ἀφοῦ δὲν ἄφηνε νὰ περάσει λίγος χρόνος, ὁπότε ὅλα τὰ ἀρνητικὰ αἰσθήματα θὰ ἀμβλύνονταν. Κάτι τέτοιο θὰ ἦταν σὰν νὰ ἔλεγε σὲ ἕναν ἄρρωστο, ποὺ εἶχε πυρετὸ πάνω ἀπὸ τὰ ἐπιτρεπτά ὅρια, νὰ κάνει ὑπομονὴ μέχρι ἡ ἀσθένεια νὰ κάνει τὸν κύκλο της, ὁπότε θὰ ἔπεφτε καὶ ὁ πυρετός.)

Die Verzweiflung ist nach Kierkegaard die Krankheit zum Tode.

         Am Anfang wird der Begriff der Krankheit im Zusammenhang mit der Verzweiflung näher erläutert. So ist z. B. eine Grippe eine Krankheit des Körpers. Man zieht sie sich einmal zu und leidet dann eine gewisse Zeit unter ihr. Das Ende einer solchen Krankheit ist Heilung oder der Tod des Körpers. Ganz davon verschieden ist das Krankheitsbild der Verzweiflung. So ist man in jedem Moment, in dem man die Möglichkeit hat, sich seiner Unzufriedenheit mit seinem Selbst bewusst zu sein, automatisch verzweifelt. Man zieht sich die Krankheit also immer neu zu. Und da sie eben keine Krankheit des endlichen Körpers, sondern des unendlichen Geistes ist, so ist der Tod kein Ende der Krankheit. Es ist das ewige Hinsiechen eines Geistes, dessen unmöglicher Tod eine erstrebenswerte Rettung wäre. Geheilt werden kann solch eine Krankheit nur dadurch, dass ihre Möglichkeit absolut ausgelöscht wird, nachdem sie durchlebt wurde.

       Kierkegaard betrachtet die Arten der Verzweiflung zum einen unter den Momenten der Synthese des Verhältnisses, das sich zu sich selbst verhält, zum anderen unter dem Grad an Bewusstsein, wie sehr sich das Selbst seiner und der Macht bewusst ist, die es setzte. Kierkegaard kategorisiert die Verzweiflung je nach Ausprägung in drei Stufen.

       Mit dem Grad an Bewusstsein potenziert sich auch der Grad der Verzweiflung. Wenn auch jemand, der sich der Verzweiflung bewusst ist, ihrer Heilung wesentlich näher steht, so ist er doch viel verzweifelter als der, der sich dessen nicht bewusst ist.

       Für Kierkegaard ist klar, dass Heilung möglich ist. Damit man jedoch geheilt werden kann, gibt es einige wesentliche Bedingungen. Zum einen muss man sich der Verzweiflung bewusst sein. Zum anderen muss man sich klarmachen, dass es etwas gibt, das das eigene Selbst gesetzt hat. Zur Heilung muss man sein eingebildetes (und dieses Wort trifft es gleich in doppelter Hinsicht) Selbst aufgeben, um das ursprünglich richtige Selbst zu gewinnen. Dazu muss man sich demütig unter Gott stellen mit allen Stärken und allen Schwächen des Selbst.        Dass dies schwer ist, zeigt die Allgemeinheit der Verzweiflung. So ist es nicht schwer, Verzweifelte zu finden, allerdings äußerst schwer, solche zu finden, die ihre Verzweiflung überwunden haben und wieder zu ihrem früheren Selbst gefunden haben. Der einzige Weg aus der Verzweiflung führt laut Kierkegaard also zum Christentum.

Zweiter Abschnitt

Im Zweiten Abschnitt des Werkes geht es um die Sünde. Diese ist für Kierkegaard eine Verzweiflung vor Gott. So ist nur für Christen eine Sünde möglich, denn nur für einen Christen ist es nach Kierkegaard möglich, die Offenbarung Christi zu kennen und trotzdem zu verzweifeln. Das Gegenteil der Sünde ist also der christliche Glaube. Kierkegaard erklärt die Sünde als eine gewollte Unwissenheit. Denn wenn wir etwas für richtig erkennen, heißt dies noch lange nicht, dass unser Wille dies akzeptieren will. Unserem Willen kann das Erkannte auch überhaupt nicht gefallen.)

::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::

Ἀπελπισία - despair

       " Μὲ κάθε αὔξηση τοῦ βαθμοῦ συνείδησης, καὶ ἀνάλογα μὲ αὐτὴ τὴν αὔξηση, αὐξάνεται ἡ ἔνταση τῆς ἀπελπισίας: ὅσο περισσότερη συνείδηση, τόσο πιὸ ἔντονη εἶναι ἡ ἀπελπισία. Αὐτὸ φαίνεται παντοῦ, πιὸ καθαρὰ στὸ μέγιστο καὶ στὸ ἐλάχιστο τῆς ἀπελπισίας. ἡ ἀπελπισία τοῦ διαβόλου εἶναι ἡ πιὸ ἔντονη ἀπόγνωση γιατὶ ὁ διάβολος εἶναι ἀπόλυτο πνεῦμα και, ἑπομένως, ἀπόλυτη συνειδητοποίηση καὶ διαφάνεια· στὸν διάβολο δὲν ὑπάρχει ἀφάνεια ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμεύσει ὡς ἐλαφρυντικὸ ἄλλοθι, ἑπομένως, ἡ ἀπελπισία του εἶναι ἀπόλυτη περιφρόνηση. Αὐτὸ εἶναι τὸ μέγιστο τῆς ἀπελπισίας. Τὸ ἐλάχιστο τῆς ἀπελπισίας εἶναι μιὰ κατάσταση, ἡ ὁποία (ὅπως κάποιος μπορεῖ νὰ μπεῖ στὸν πειρασμὸ νὰ τὸ ἐκφράσει), λόγω ἑνὸς εἴδους ἀθωότητας, δὲν γνωρίζει κἄν, ὅτι ὑπάρχει ἕνα τέτοιο πράγμα, ὅπως εἶναι ἡ ἀπελπισία." Ἡ ἀσθένεια πρὸς τὸ θάνατο» (1849), Søren Kierkegaard / Anti-Climacus.)
      "With every increase in the degree of consciousness, and in proportion to that increase, the intensity of despair increases: the more consciousness, the more intense the despair. This is everywhere to be seen, most clearly in the maximum and minimum of despair. The devil's despair is the most intense despair, for the devil is sheer spirit, and therefore absolute consciousness and transparency; in the devil there is no obscurity which might serve as a mitigating excuse, his despair is therefore absolute defiance. This is the maximum of despair. The minimum of despair is a state which (as one might humanly be tempted to express it) by reason of a sort of innocence does not even know that there is such a thing as despair." (The Sickness Unto Death (1849),
Søren Kierkegaard, ὡς Anti-Climacus.)

======================================================

 The Admin of Revolution

 ................................................................................................................................

Ἀπὸ τὸ ἱστολόγιο στὸ Face Book : “Søren Kierkegaard and Christian Existentialism”.

Antony Hildner: “ How do you think Kierkegaard developed the notion of despair? ”

Constantinos Kalotaris: “I was once discussing this with my late spiritual father 30 years ago. He mentioned me the remark of Sophrony Sakharov of Essex now Saint Sophrony in the Orthodox Church. What he said is that Kierkegaard was experiencing what the fathers of the church mention as “mindfulness of death”.Μνήμη Θανάτου. It is a Christian experience not that of Plato. Sophrony had a similar experience but a wider and a deeper one as he mentions in one of his books. This experience is very peculiar. It is not just the notion that we are transient and one day we will die but a deep feeling of death even of the entire universe and that only the existential, the personal really lives. That is why the philosopher couldn’t proceed with his marriage.”

      Ο τρόμος που προκαλείται από την προοπτική του θανάτου αποτελεί ολοκληρωτική απώλεια της ύπαρξης. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Δαμασκηνό, ο χριστιανισμός απολυτρώνει την ανθρώπινη ύπαρξη από αυτή την αγωνία, από αυτό τον «φόβο διαπτώσεως(αποτυχίας)».[2] Έτσι, πρόκειται για «μια πρώτη και καθαρή διατύπωση του χριστιανικού υπαρξισμού, που τόση επίδραση σημείωσε από τον προηγούμενο κιόλας αιώνα με τον Κιρκεγώρ».

2•  Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 29:7 (ἀγωνία δὲ φόβος διαπτώσεως καὶ ἑτέρως φόβος ἥττης· ἔκπληξις δὲ φόβος ἐξ ἀσυνήθους φαντασίας· αἰσχύνη δὲ...)                 Σαίρεν Κίρκεγκωρ - Βικιπαίδεια

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Steven Dunn
       For those interested, I wanted to create a separate OP regarding the concept of the "unconscious" in SK with some reference to Freud.
       To be clear, SK himself was not a "psychologist" in the sense that we understand the term today. What was unique, however, about the psychological analysis that SK displayed in the Concept of Anxiety (CA hereafter) pertained more to his attempt to have his reader "recognize the pulse of spirit" - it was a more of a Socratic-existential "wink" to the reader than it was just some speculations about the rumbles that takes place in spirit.
With that said, recall the foundations that SK laid when he opened the first few chapters of CA: Sin belongs to the pastor, not the academic. That is to say, the concept of "sin" belongs to the sermon, where individuals as individuals (pastors) communicate ethico-religious truths to other individuals as individuals (the congregation).     So instead of speaking of "sin," SK focuses his attention on the "phenomenological" effects of sin - despair, anxiety, sickness of Spirit, etc.
       Understood in this light, the kind of psychology in SK becomes more of a "literary psychology" than it does precisely a "scientific psychology," which tries to provide acute insights into personality types as they relate to, or order the reader towards, conversion.  
As Vincent McCarthy and others have rightly noted about SK and Freud; if the two were in conversation with one another, SK would have said Freud was reductionistic in his view of the Self, reducing the "ego" to the finite. Freud would have said SK is implementing unscientific religious categories into his psychological musings. Despite this difference, SK and Freud see a lot of common ground in the area of melancholy and boredom, especially the notion of the erotic being related to melancholy.
Kierkegaard would have possibly agreed with Thomas Aquinas (1225-1275) and Aristotle on the idea of Active Mind and Passive Mind, which distinguishes between the kind of "mind" that all rational creatures have generally (passive mind) and the kind of "mind" that rational creatures endowed with powers of propositional thought, self-autonomy, and etc have (active mind). Hence, scholars have argued that Aquinas may have been an early predecessor of the view regarding a distinction of the unconscious/conscious self. SK knew his classical authors well (Homer, Plato, Aristotle, etc), especially the scholastic theologians.
Furthermore, the emotions were seated in the "active mind ", which is unique to humans. However, SK would have spoke more so about "moods," which pertain to how certain triggers create opportunities for self-reflection; or, how moods could possibly elevate individuals to higher forms of subjectivity (SK says there are four moods specifically: irony, despair, anxiety and melancholy).
SK could be said to have anticipated some form of the unconscious self in his discussion in the "Sickness Unto Death" "Ἡ ἀσθένεια πρὸς θάνατον" (I think its this book) which speaks of being in despair without one having knowledge of it. Hence, there seems to be some primal view of the unconscious self which, however, is religiously-metaphysical in character and not aimed at necessarily expounding in conceptual detail about the psychological nature of said despair.

....................................................


A Few Comments on Misconceptions About Kierkegaard.
1. "Kierkegaard was the 'Melancholic Dane.'" The more and more that I dove into Kierkegaard's biographical life (which, on "paper" really begins in 1835, when he first started his "Journals" and ends the year he died in 1855 - so studying SK's written works [though extensive] are only within a select 20 year period, his popular works even less so) I started to see that this description - which is almost taken as a given in Kierkegaard expositions - is rather faulty. This isn't to say that he didn't have a preoccupation with the "melancholic" so little or at all, but that he was actually rather cheerful and socially engaging throughout his adult life (though less so as he grew older) - he was memorably witty and constantly telling jokes to all of his contemporaries who spoke of him directly or by association.
    Some accounts tell of Kierkegaard being locked away in his apartment for some days at a time, bidding his servant (whom SK has said "is literally my body") to dismiss any visitors who wished to speak with him. However, onlookers in the night would [at times] notice his apartment be completely enamored with light; Kierkegaard himself seen pacing his apartment in "thoughtful passion."
    Kierkegaard spoke well of melancholy and anxiety, however his readers ought to be aware of the kinds of attitudes he ascribed to these phenomena in his life. If you remember his Concept of Anxiety (ch. V), Kierkegaard tells us that anxiety (necessarily bound with "spirit") is made "educative through faith," due to the individual coming into relation with guilt and discovering the Atonement's redemptive power. The individual, in repentance, commits the highest ethical contradiction - anxiety then, "when used in the right way," says SK, the individual in turn "learns the ultimate." Kierkegaard I think new this very well and made melancholy into a "silent servant."
    Also, an interpretive point worth mentioning is for example statements that we find in his Either/Or (I) such as "sorrow is my castle," to which we would have to be careful to distinguish SK's pseudonymous works with his "own" written works - wherein that specific statement is being spoken from the confines of a specific "life view."
2. "The Leap of Faith" pertains to a suspension of reason. To perhaps some of yours surprise, "leap" is not a word that SK would have used regarding the move from, for example, the ethical to the religious sphere. The manner in which Kierkegaard speaks about the decision prompted to the individual as to move from a purely ethical existence to a religious one is to come into *relation with the Eternal - and the Eternal is "defined only by the mode which it is acquired." Hence, the "highest good" (which Kantians at the time were more oriented towards reward(s) - one such apt expression of "ethical existence") in SK pertains to the self as becoming an authentic self - "the self eternally."
3. A few comments on secular interpretations of Kierkegaard. There is a view of the eternal found in Kierkegaard, according to some expositors, who say that SK didn't conceive of "the Eternal" in religiously significant terms (D. Z. Phillips (1970) "Death and Immortality" is an example) - which is to say, for example, that there are truths or values which are "universally perennial" (to borrow a phrase from SK's "Two Ages") or "eternally valid," as opposed to relating the "Eternal" to a qualitatively religiously significant relation to God (i.e., the Absolute).
    Notice, however, some elements that we find within Kierkegaard's treatments of religious existence (which, it is relevant to appeal to the works of his pseudonymous author, Johannes Climacus, on this point) pertain to the defeat of death, to the qualitative break and restoration that are taken up on behalf of individuals.
    Ethical existence understands their relation to God in terms of action or of duty, sort of like Socrates' daemon who had oriented him towards a pursuit of wisdom and provided the occasional insight as to his [pedagogical] direction in life. Religious existence doesn't conceive of its relation to God as goal-oriented, but rather that its relation with God is somehow broken - and that their authentic self is not the "self eternally" so conceived in the sense that God intended them to be.
    There are, I'm sure, ample considerations that I may have missed. These however I find are common mistakes made in the area of SK interpretation - even "public" understandings of SK - and are promulgated uncritically. Anyway - if you made it to the end by reading all of this post, bless you!
Matthew Rea
I didn't get no.2, can you explain it further?

Steven Dunn
Yes! Simply stated, Kierkegaard makes the sort of contrast between two life views in his Either/Or (part I and II) - the aesthetic and the ethical existence. However, somewhat later in his life he starts to discuss the difference between *religious and ethical existence in a much more pronounced way.
    The ethical and the religious can both believe in God - it's not that religious existence suddenly has God. Both differ in *how they relate* to God. Ethical existence (SK uses the example of Socrates) pertains to SK's "Knight of Infinite Resignation," who understands their relation to God as "goal directed," or guided primarily by action. Immanuel Kant and his followers are idealic examples of this view of God.
    Religious existence, on the other hand (what SK argues for) doesn't understand their relation to God as merely action-based but as "broken," in need of restoration - that the present self is not the authentic that God intended. Hence, religious existence understands itself in relation to guilt (guilt, which, SK says is indicative of religious existence).

Ein paar Kommentare zu Missverständnissen über Kierkegaard.
1. "Kierkegaard war der 'melancholische Däne'." Je mehr ich mich mit Kierkegaards biografischem Leben befasste (das auf "Papier" wirklich 1835 beginnt, als er seine "Tagebücher" zum ersten Mal startete und das Jahr seines Todes beendete 1855 - so dass das Studium der schriftlichen Werke von SK (obwohl umfangreich) nur innerhalb eines ausgewählten Zeitraums von 20 Jahren erfolgt, seine populären Werke noch weniger) Ich begann zu erkennen, dass diese Beschreibung - die in Kierkegaard-Ausstellungen fast als gegeben angesehen wird - ziemlich fehlerhaft ist. Das soll nicht heißen, dass er sich nicht so wenig oder gar nicht mit dem "Melancholischen" beschäftigt hat, sondern dass er während seines gesamten Erwachsenenlebens ziemlich fröhlich und sozial engagiert war (wenn auch weniger, als er älter wurde) - er war denkwürdig witzig und erzählte all seinen Zeitgenossen, die direkt oder in Verbindung von ihm sprachen, ständig Witze.
    Einige Berichte berichten, dass Kierkegaard für einige Tage in seiner Wohnung eingesperrt war und seinen Diener (den SK als "buchstäblich mein Körper" bezeichnet hat) aufforderte, alle Besucher zu entlassen, die mit ihm sprechen wollten. Betrachter in der Nacht würden jedoch [manchmal] bemerken, dass seine Wohnung völlig in Licht verliebt ist; Kierkegaard selbst sah, wie er in "nachdenklicher Leidenschaft" auf und ab ging.
    Kierkegaard sprach gut von Melancholie und Angst, aber seine Leser sollten sich der Art von Einstellungen bewusst sein, die er diesen Phänomenen in seinem Leben zuschrieb. Wenn Sie sich an sein Konzept der Angst erinnern (Kap. V), sagt uns Kierkegaard, dass Angst (notwendigerweise mit "Geist" verbunden) "durch Glauben erziehend" gemacht wird, weil der Einzelne mit Schuld in Beziehung tritt und die Erlösungskraft des Sühnopfers entdeckt. Das Individuum begeht in Reue den höchsten ethischen Widerspruch - Angst dann, "wenn es richtig eingesetzt wird", sagt SK, das Individuum wiederum "lernt das Ultimative". Kierkegaard finde ich das sehr gut neu und habe Melancholie zu einem "stillen Diener" gemacht.
    Ein erwähnenswerter Interpretationspunkt sind beispielsweise Aussagen, die wir in seinem Entweder / Oder (I) finden, wie "Trauer ist mein Schloss", zu denen wir vorsichtig sein müssten, um die pseudonymen Werke von SK von seinen "eigenen" zu unterscheiden Werke - wobei diese spezifische Aussage aus den Grenzen einer bestimmten "Lebensansicht" gesprochen wird.
2. "Der Sprung des Glaubens" bezieht sich auf eine Aufhebung der Vernunft. Zu Ihrer Überraschung ist "Sprung" vielleicht kein Wort, das SK für den Übergang von beispielsweise der ethischen zur religiösen Sphäre verwendet hätte. Die Art und Weise, wie Kierkegaard über die Entscheidung des Einzelnen spricht, von einer rein ethischen zu einer religiösen Existenz überzugehen, soll mit dem Ewigen in Beziehung treten - und das Ewige wird "nur durch die Art und Weise definiert, wie es erworben wird." "" Daher bezieht sich das "höchste Gut" (das Kantianer zu dieser Zeit mehr auf Belohnung (en) ausgerichtet waren - ein solcher treffender Ausdruck der "ethischen Existenz") in SK darauf, dass das Selbst ein authentisches Selbst wird - "das Selbst auf ewig".
3. Einige Kommentare zu weltlichen Interpretationen von Kierkegaard. Laut einigen Exponenten gibt es eine Sicht auf das Ewige in Kierkegaard, die sagen, dass SK "das Ewige" nicht in religiös bedeutsamen Begriffen verstanden hat (DZ Phillips (1970) "Tod und Unsterblichkeit" ist ein Beispiel) - was ist zum Beispiel zu sagen, dass es Wahrheiten oder Werte gibt, die "universell beständig" (um einen Satz aus SKs "Zwei Zeitalter" auszuleihen) oder "ewig gültig" sind, anstatt das "Ewige" mit einem qualitativ religiös Bedeutenden in Beziehung zu setzen Beziehung zu Gott (dh dem Absoluten).
    Beachten Sie jedoch, dass einige Elemente, die wir in Kierkegaards Behandlung der religiösen Existenz finden (was in diesem Punkt relevant ist, um auf die Werke seines pseudonymen Autors Johannes Climacus Bezug zu nehmen), die Niederlage des Todes, den qualitativen Bruch und betreffen Restaurierung, die im Auftrag von Einzelpersonen aufgenommen wird.
    Die ethische Existenz versteht ihre Beziehung zu Gott in Bezug auf Handeln oder Pflicht, ähnlich wie Sokrates 'Dämon, der ihn auf das Streben nach Weisheit ausgerichtet und gelegentlich Einblicke in seine [pädagogische] Richtung im Leben gewährt hatte. Die religiöse Existenz versteht ihre Beziehung zu Gott nicht als zielorientiert, sondern dass ihre Beziehung zu Gott irgendwie gebrochen ist - und dass ihr authentisches Selbst nicht das "ewige Selbst" ist, das so in dem Sinne gedacht ist, wie Gott es beabsichtigt hat .
    Ich bin sicher, es gibt viele Überlegungen, die ich möglicherweise übersehen habe. Ich finde jedoch, dass dies häufige Fehler sind, die im Bereich der SK-Interpretation gemacht wurden - sogar "öffentliches" Verständnis von SK - und unkritisch verbreitet werden. Wie auch immer - wenn Sie es bis zum Ende geschafft haben, indem Sie diesen ganzen Beitrag gelesen haben, segnen Sie Sie!
     Erklärung der Nr. 2.:
     Einfach ausgedrückt, macht Kierkegaard in seinem Entweder / Oder (Teil I und II) einen Kontrast zwischen zwei Lebensansichten - der ästhetischen und der ethischen Existenz. Etwas später in seinem Leben beginnt er jedoch, den Unterschied zwischen religiöser und ethischer Existenz viel deutlicher zu diskutieren.
    Das Ethische und das Religiöse können beide an Gott glauben - es ist nicht so, dass die religiöse Existenz plötzlich Gott hat. Beide unterscheiden sich darin, wie sie sich auf Gott beziehen. Die ethische Existenz (SK verwendet das Beispiel von Sokrates) bezieht sich auf SKs "Ritter der unendlichen Resignation", der ihre Beziehung zu Gott als "zielgerichtet" oder in erster Linie durch Handeln geleitet versteht. Immanuel Kant und seine Anhänger sind ideale Beispiele für diese Auffassung von Gott.
    Die religiöse Existenz hingegen (wofür SK argumentiert) versteht ihre Beziehung zu Gott nicht als bloß handlungsbasiert, sondern als "gebrochen", restaurierungsbedürftig - dass das gegenwärtige Selbst nicht das Authentische ist, das Gott beabsichtigt hat. Daher versteht sich die religiöse Existenz in Bezug auf Schuld (Schuld, die laut SK auf religiöse Existenz hinweist).

 ................................................................
       „Rührend fast äussert sich Jaspers in dem 1955 verfassten Nachwort zu seiner 'Philosophie': er habe sich den Kierkegaardschen ‚Begriff’ der Existenz zu eigen gemacht. ‚Aber ich wurde kein Anhänger Kierkegaards. Denn ich blieb nicht nur unberührt von seinem Christentum, sondern spürte in seinen negativen Entschlüssen (keine Ehe, kein Amt, keine Verwirklichung in der Welt, sondern Märtyrerdasein als wesenszugehörig zur Wahrheit des Christentums) das Gegenteil von allem, was ich liebte und wollte, zu tun bereit und nicht bereit war. Seine Auffassung des christlichen Glaubens durch seine Religiosität B (als absurd) schien mir ebenso wie jene praktische Negativität das Ende des geschichtlichen Christentums und auch das Ende jeden philosophischen Lebens. Umso erstaunlicher war es, was Kierkegaard in seiner Redlichkeit auf seinem Wege zu sehen und zu sagen vermochte, fast unerschöpflich an erweckenden Momenten. Eine Philosophie ohne Kierkegaard schien mir heute unmöglich. Seine Grösse hielt, das sah ich, den weltgeschichtlichen Rang neben Nietzsche’. Als ob so einfach das eine ohne das andere sich haben liesse. Kierkegaard ist in knapp hundert Jahren [dieser Text wurde 1963 verfasst], durch einen seiner berühmtesten Adepten, nicht weniger eingeebnet, vom bürgerlichen Normalbewusstsein verschluckt worden wie, nach Kierkegaards eigener These, das Christentum nach fast zwei Jahrtausenden. Anregende Kraft, Grösse wie die eines Bismarckdenkmals, Weltgeschichte – just das, was Kierkegaard verachtete, blieb von ihm übrig und wurde glorifiziert. Aus jenem Einzelnen ist das verlogene Gerede geworden, das damit sich brüstet, die anderen seien uneigentlich und dem Gerede verfallen. Besiegelt wurde das, als ihn in Deutschland vor 1933 der Nationalsozialist Emanuel Hirsch in Generalpacht nahm: Sieg als Niederlage“. Theodor W. Adorno, „Kierkegaard noch einmal“ in: Theodor Adorno, Kierkegaard. Konstruktion des Ästhetischen, Suhrkamp, Frankfurt a.M., 1986, S. 243.

John Smith
You seem to be a wealth of information on kierkegaard. I would like to ask you an unrelated question regarding him......did he have any physical ailments in which he suffered throughout his life besides his childhood injury?
Steven Dunn
Bless you! I would have to review some specific materials about Kierkegaard to confirm the exact condition, but some scholars have speculated that SK had some sort of degenerative disease relating to the spine - the speculation of course pertains to an injury he acquired from his youth. Throughout his life he always struggled with back problems.
One of my favorite stories about him is when he was at a friends party and fell on the floor by accident. His friends tried to help him up but he said "No don't touch it; wait for the maid to come in the morning."
Trenton D. Leach
Excellent!
I would add that the way many read “truth is subjectivity” is also misconstrued Garrett Stephens
Well put! I'm with you on wanting to oust these misconceptions!
Vincent Shemwell
what do you think contributed most to the melancholia of his later life? the corsair affair? or is that too simplistic?
Vincent Shemwell
From what i have heard, he egged it on  
Steven Dunn
I don't think it is easy to say that he grew "melancholic" rather than that he became more "socially distant" from public life in Copenhagen given, I think, three major factors: (i) his split with Regine Olson, (ii) the later Corsair affair and (iii) his growing opposition to the Danish Lutheran Church from 1848-1855.
The Corsair affair, as SK actually recounted with a friend of his who later wrote about the conversation, made SK "upset" because he saw how the public ("the crowd") reduced individuality through ridicule and mockery to a kind of "mob rule." After SK died, Goldschmidt (the editor of the Corsair at the time of the debacle) actually amazingly wrote that his affair with SK caused him great distress and that anyone who really opposes SK doesn't understand or know him well at all.
Vincent Shemwell
you seem to know sk fairly well. i'm a lutheran seminarian concentrating more recently on the works of j.g. hamann. have you done much research on hamann's influence on sk?
Vincent Shemwell
If my memory serves me correctly that name reminds me of a German philosopher found within the post-Kantian school - which, if that is him, I really only know a caricature of him rather than anything concrete. However, as to how *Kant’s philosophy affected SK, I can touch on that somewhat.
My “focus” for my undergrad in philosophy (BA in philosophy and BA in theoretical physics) pertained to the relationship between Kierkegaard and the “classical theists,” so Ive been interested to reconcile SK with the Christians that came before him rather than the existentialists that came after him. Aside from that I just really love Kierkegaard lol.
Vincent Shemwell
right on, man! hamann was a contemporary of kant and actually introduced hume's work to him. and he was formative in the sturm und drang movement and early german romanticism. imo he prefigures sk in many ways. and there are even strange similarities, like the shared name of their beloveds. you might find the man interesting. many good theologians are just now discovering his brilliance, particularly in radical orthodox and lutheran circles. anyhow, keep up the good work, dude!
Evelyn Becerra
mad max 2= the pathos of the nordic tribes...

..................................
       Ja! Einfach ausgedrückt, macht Kierkegaard in seinem Entweder / Oder (Teil I und II) einen Kontrast zwischen zwei Lebensansichten - der ästhetischen und der ethischen Existenz. Etwas später in seinem Leben beginnt er jedoch, den Unterschied zwischen religiöser und ethischer Existenz viel deutlicher zu diskutieren.
Das Ethische und das Religiöse können beide an Gott glauben - es ist nicht so, dass die religiöse Existenz plötzlich Gott hat. Beide unterscheiden sich darin, wie sie sich auf Gott beziehen. Die ethische Existenz (SK verwendet das Beispiel von Sokrates) bezieht sich auf SKs "Ritter der unendlichen Resignation", der ihre Beziehung zu Gott als "zielgerichtet" oder in erster Linie durch Handeln geleitet versteht. Immanuel Kant und seine Anhänger sind ideale Beispiele für diese Auffassung von Gott.
       Die religiöse Existenz hingegen (wofür SK argumentiert) versteht ihre Beziehung zu Gott nicht als bloß handlungsbasiert, sondern als "gebrochen", restaurierungsbedürftig - dass das gegenwärtige Selbst nicht das Authentische ist, das Gott beabsichtigt hat. Daher versteht sich die religiöse Existenz in Bezug auf Schuld (Schuld, die laut SK auf religiöse Existenz hinweist).
John Smith
       Sie scheinen eine Fülle von Informationen über Kierkegaard zu sein. Ich möchte Ihnen eine unabhängige Frage zu ihm stellen. Hatte er irgendwelche körperlichen Beschwerden, unter denen er sein ganzes Leben lang gelitten hat, abgesehen von seiner Kindheitsverletzung? Vielen Dank
Steven Dunn
      Gesundheit! Ich müsste einige spezifische Materialien über Kierkegaard überprüfen, um den genauen Zustand zu bestätigen, aber einige Wissenschaftler haben spekuliert, dass SK eine Art degenerative Erkrankung der Wirbelsäule hatte - die Spekulation bezieht sich natürlich auf eine Verletzung, die er in seiner Jugend erlitten hat. Während seines ganzen Lebens hatte er immer mit Rückenproblemen zu kämpfen.
Eine meiner Lieblingsgeschichten über ihn ist, als er auf einer Party eines Freundes war und versehentlich auf den Boden fiel. Seine Freunde versuchten ihm zu helfen, aber er sagte: "Nein, fass es nicht an; warte, bis die Magd am Morgen kommt."

Vincent Shemwell
       Was hat Ihrer Meinung nach am meisten zur Melancholie seines späteren Lebens beigetragen? die Korsarenaffäre? oder ist das zu simpel?

Steven Dunn
       Ich glaube nicht, dass es leicht zu sagen ist, dass er "melancholisch" geworden ist, anstatt dass er "sozial distanzierter" vom öffentlichen Leben in Kopenhagen geworden ist, wenn man drei Hauptfaktoren berücksichtigt: (i) seine Trennung von Regine Olson, ( ii) die spätere Corsair-Affäre und (iii) seine wachsende Opposition gegen die dänisch-lutherische Kirche von 1848 bis 1855.
Die Corsair-Affäre, wie SK tatsächlich mit einem Freund von ihm erzählte, der später über das Gespräch schrieb, machte SK "verärgert", weil er sah, wie die Öffentlichkeit ("die Menge") die Individualität durch Spott und Spott auf eine Art "Mob-Regel" reduzierte . " Nach dem Tod von SK schrieb Goldschmidt (der Herausgeber des Corsair zum Zeitpunkt des Debakels) tatsächlich erstaunlich, dass seine Affäre mit SK ihm große Sorgen bereitete und dass jeder, der sich SK wirklich widersetzt, ihn überhaupt nicht gut versteht oder kennt.
Vincent Shemwell
       du scheinst sk ziemlich gut zu kennen. Ich bin ein lutherischer Seminarist, der sich in jüngerer Zeit auf die Werke von jg konzentriert. hamann. Haben Sie viel über Hamanns Einfluss auf Sk geforscht?
Vincent Shemwell
       Wenn mein Gedächtnis mir richtig dient, erinnert mich dieser Name an einen deutschen Philosophen, der in der postkantianischen Schule gefunden wurde - und wenn das er ist, kenne ich wirklich nur eine Karikatur von ihm und nichts Konkretes. Ich kann jedoch etwas darauf eingehen, wie sich * Kants Philosophie auf SK auswirkte.
     Mein „Fokus“ für meinen Bachelor in Philosophie (BA in Philosophie und BA in theoretischer Physik) bezog sich auf die Beziehung zwischen Kierkegaard und den „klassischen Theisten“, daher war ich daran interessiert, SK mit den vor ihm stehenden Christen und nicht mit den Existentialisten zu versöhnen das kam nach ihm. Abgesehen davon liebe ich Kierkegaard lol wirklich.
Vincent Shemwell
       genau richtig, Mann! hamann war ein zeitgenosse von kant und stellte ihm tatsächlich humes arbeit vor. und er war prägend in der sturm und drang bewegung und der frühen deutschen romantik. imo präfiguriert er sk in vielerlei Hinsicht. und es gibt sogar seltsame Ähnlichkeiten, wie den gemeinsamen Namen ihrer Geliebten. Sie könnten den Mann interessant finden. Viele gute Theologen entdecken gerade seine Brillanz, insbesondere in radikal orthodoxen und lutherischen Kreisen. Wie auch immer, mach weiter so, Alter!
Evelyn Becerra
mad max 2 = das Pathos der nordischen Stämme ...
..................................

      


Συνδεθείτε

Άλμπουμ - Κατηγορίες

Φωτο - Αλμπουμ