"Ἐρχόμαστε τώρα στὴ δεύτερη ἰδέα μας, στὴν ἰδέα τοῦ Εἶναι. Ἡ ὑπόσταση οὐσιωδῶς τείνει πρὸς τὸ Εἶναι. Ἔχομε ἐπιμείνει στὴν ὑποκειμενιστικὴ ὄψη τῆς σκέψης τοῦ Κίρκεγκωρ. Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει ὑποκειμενικότητα παρὰ σὲ σχέση μὲ ἕνα ὂν ποὺ μὲ ὑπερβαίνει.
Στὰ 1854 ὁ Κίρκεγκωρ ἔγραφε στὸ ἡμερολόγιό του: “Ἡ ὑπόσταση τοῦ χριστιανοῦ βρίσκεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ Εἶναι”. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι, πρῶτα ἀπ' ὅλα, πολὺ περισσότερο Εἶναι παρὰ σκέψη (?). (Ὅρα καὶ σελ. 2 τοῦ “ΥΠΟΣΤΑΣΗ” “Ἀπὸ τὸ 1834 ὁ Κίρκεγκωρ γράφει: “Ὁ Χριστὸς δὲν διδάσκει, ἐνεργεῖ· εἶναι””)
Ὁ Κὰντ εἶχε δείξει πὼς τὸ Εἶναι δὲν ἐπιδέχεται ἀπόδειξη, διότι τοῦτο εἶναι θέση, καὶ ἀκριβῶς ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο ξεκινῶντας ὁ Σέλλινγκ ἀνέπτυξε τὴν φιλοσοφία του γιὰ τὴν ὑπόσταση. Μιλῶντας γιὰ μιὰ ἀπὸ τὶς μεγάλες παραδόσεις, ποὺ κεῖνται στὴν πηγὴ τῶν φιλοσοφιῶν τῆς ὑποστάσεως, ἐπιμείναμε σ' αὐτὴ τὴ βεβαίωση τῆς μὴ ἀναγωγικότητας τοῦ Εἶναι, ἐπειδὴ τοῦτο ἀποτελεῖ κατάφαση αὐτοῦ ποὺ ὁ Χάϊντεγκερ, καὶ ὕστερα ἀπὸ αὐτὸν ὁ Σάρτρ, ὀνομάζει γεγονότητα (facticite). Τὸ Εἶναι ἀποτελεῖ σημεῖο ἀναχωρήσεως καὶ ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελέση σημεῖο ἀφίξεως τῆς σκέψεως. Οἱ διανοητὲς τοῦ ἀφηρημένου λογισμοῦ ἐναβρύνονται (καμαρώνουν, ζαλίζονται) νὰ ἀποδεικνύουν τὸ Εἶναι μὲ τὴ σκέψη, ἀλλὰ μ' αὐτὸ δὲν κάνουν παρὰ νὰ ἀποδεικνύουν ἕνα πρᾶγμα, τὸ ὅτι εἶναι διανοητὲς τοῦ ἀφηρημένου λογισμοῦ. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ ἀρχίσω νὰ μιλάω ἰδεατὰ περὶ τοῦ Εἶναι, δὲν μιλάω πλέον γιὰ τὸ Εἶναι, ἀλλὰ γιὰ τὴν οὐσία.
Μία ἰδέα περὶ τοῦ Εἶναι παρουσιάζεται στὸν Κίρκεγκωρ μὲ τὴ μορφὴ τοῦ ἀπόλυτου Ἄλλου, τὸ ὁποῖο δὲν μποροῦμε νὰ σκεφθοῦμε, ἀλλὰ πού, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, δὲν μποροῦμε νὰ τὴ τὸ σκεφτόμαστε. Ἡ σκέψη μας πλανᾶται γύρω ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀπόλυτο Ἄλλο, ὅπως ἡ πεταλούδα γύρω ἀπὸ τὸ φῶς. Δὲν μποροῦμε νὰ ἀποσπαστοῦμε ἀπὸ αὐτό, καὶ τοῦτο μᾶς ἀναλώνει.
Ἔτσι, ἤδη, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῶν φιλοσοφιῶν τῆς ὑποστάσεως, βλέπομε τὴν ὀντολογικὴ κατάφαση.
Εἴπαμε πὼς οἱ φιλοσοφίες τῆς ὑποστάσεως συνδυάζουν τὴν ἕνωση τῆς καταφάσεως τῆς ὑποστάσεως ὡς τοιαύτης μὲ τὴν κατάφαση ποὺ τούτη ἡ ὑπόσταση σκέφτεται τὸ Εἶναι, ἔτσι ὥστε ὑπαρξισμὸς καὶ ὀντολογία, κατ' αὐτὴν τὴν ἔννοια ἑνώνονται. Συνεπῶς ὑπάρχει ἑνότητα τοῦ ὑποστασιακοῦ καὶ τοῦ ὀντολογικοῦ.
Εἴχαμε βρῆ τούτη τὴν ἑνότητα ἤδη στὸν Κίρκεγκωρ, ὅταν ἔλεγε πὼς τὸ πνεῦμα μας πλανᾶται γύρω ἀπὸ τὴν ἰδέα τοῦ Εἶναι, τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ τὸ σκεφθῆ πλήρως, ἀλλὰ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ μὴ τὸ σκέφτεται. Ἡ φιλοσοφία τοῦ Γιάσπερς εἶναι μία φιλοσοφία ποὺ θέτει τοῦτο τὸ πρόβλημα τοῦ Εἶναι. Καὶ ὁ Χάϊντεγκερ γράφει πὼς τὸ μόνο φιλοσοφικὸ πρόβλημα εἶναι τὸ πρόβλημα τοῦ Εἶναι.
Τούτη ἡ ἰδέα τοῦ Εἶναι μᾶς παρουσιάζεται σ' αὐτὲς τὶς φιλοσοφίες ὡς τεθειμένη, ὡς μὴ ἐπιδεχόμενη ἀπόδειξη. Ἐπὶ παραδείγματι, ὁ Γκαμπριὲλ Μαρσὲλ μᾶς λέγει πὼς τὸ Εἶναι, πρῶτ' ἀπ' ὅλα εἶναι τὸ ἀνάγωγο, εἶναι αὐτὸ στὸ ὁποῖο δὲν μποροῦμε νὰ φθάσωμε, εἶναι αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὀφείλομε ἀναγκαίως νὰ ἀναχωρήσωμε.
Ἕνα δεύτερο χαρακτηριστικὸ ποὺ ἐσημειώσαμε ὡς πρὸς τὴ σχέση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα σ' αὐτὲς τὶς φιλοσοφίες καὶ στὴν ἰδέα τοῦ Εἶναι, εἶναι ὅτι, στὶς περισσότερες ἀπ' αὐτές, ἡ ἰδέα τοῦ Εἶναι δὲν παρουσιάζεται κάτω ἀπὸ μία ἑνιαία ὄψη. Βεβαίως, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πὼς στὸν Κίρκεγκωρ καὶ στὸν Γκαμπριὲλ Μαρσέλ, δὲν συναντᾶμε αὐτὴ τὴ φροντίδα γιὰ τὴ διάκριση τῶν τρόπων μὲ τοὺς ὁποίους ἐμφανίζεται τὸ Εἶναι. Ἀλλ' ἂν πάρωμε τὸν Γιάσπερς, τὸν Χάϊντεγκερ καὶ ἐν συνεχείᾳ τὸν Σάρτρ, βλέπομε πὼς τοῦτοι οἱ φιλόσοφοι ἀσχολοῦνται μὲ τὸ νὰ σημειώσουν τὰ διάφορα εἴδη τοῦ Εἶναι, ποὺ ἐμφανίζονται σ' ἐμᾶς.
Ἂς πάρωμε, π.χ. τὸν Γιάσπερς. Ἀπὸ τυπικὴ ἄποψη, τοῦτος διακρίνει τὸ Εἶναι-ἀντικείμενο, τὸ Εἶναι-ὑποκείμενο καὶ τὸ Εἶναι καθεαυτό. Ἀπὸ μιὰ ὀπτικὴ γωνία πληρέστερη πρὸς τὰ περιεχόμενα τῶν διαφόρων μορφῶν τοῦ Εἶναι, διακρίνει αὐτὸ ποὺ ὀνομάζει Dasein (1.Εἶναι-ἀντικείμενο), δηλαδὴ τὸ μερικευμένο καὶ καθωρισμένο Εἶναι. Στὴν οὐσία, τοῦτο τὸ μερικευμένο καὶ καθωρισμένο Εἶναι ποτὲ δὲν εἶναι πλήρως μερικευμένο καὶ καθωρισμένο. Ἀδιάκοπα κατευθύνεται ἀπὸ σκοπούς, εἶναι συνδεδεμένο μὲ ἕνα σῶμα ὅπου αὐτὸ τὸ ἴδιο δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθῆ παρὰ μέσα στὸ σύνολο τῆς ζωῆς. Ὡστόσο, ὑπάρχει ἐν προκειμένῳ ὡς σημεῖο ἀναχωρήσεως τὸ μερικευμένο καὶ καθωρισμένο Εἶναι. Ὕστερα ὑπάρχει αὐτὸ ποὺ ὁ Γιάσπερς ὀνομάζει τὸ Εἶναι τῆς συνείδησης (2.Εἶναι-ὑποκείμενο) ὡς τοιαύτης, δηλαδὴ τὸ Εἶναι ὡς αὐτὸ ποὺ μελετᾶται διασκεπτικῶς, καὶ εἰδικώτερα ἀπὸ τὶς ἐπιστῆμες καὶ τὶς ὀρθολογικὲς φιλοσοφίες. Κάτω ἀπὸ αὐτὴν τὴν κατηγορία τῆς συνείδησης ὡς τοιαύτης τίθεται ὅλος ὁ χῶρος τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς διασκεπτικῆς φιλοσοφίας. Κατόπιν ὑπάρχει ἡ ὑπόσταση (3.τὸ Εἶναι καθεαυτό), ἡ ὁποία δὲν ἀνάγεται οὔτε στὸ μερικευμένο καὶ καθωρισμένο Εἶναι οὔτε στὸ Εἶναι τῆς συνείδησης ὡς τοιαύτης. Ὥστε σὲ καθέναν ἀπὸ μᾶς ὑπάρχουν αὐτὰ τὰ τρία Εἶναι. Τὰ νοιώθομε νὰ συνυπάρχουν, συνθέτουν δὲ καὶ τὰ τρία μαζὺ τὸ Εἶναι ποὺ ἐμεῖς εἴμαστε. Ἀπὸ μιὰν ἄποψη ἑνώνεται τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο καὶ ταυτοχρόνως ἀνταγωνίζεται τὸ ἕνα τὸ ἄλλο. Δὲν μποροῦμε νὰ συνειδητοποιήσωμε τὴν ὕπαρξη τῆς ὑποστάσεως παρὰ μέσῳ τοῦ ἀγῶνα κατὰ τοῦ Dasein, κατὰ τοῦ μερικευμένου καὶ καθωρισμένου Εἶναι καὶ μέσῳ τοῦ ἀγῶνα κατὰ τῆς συνείδησης ὡς τοιαύτης, ὅπως αὐτὴ παρουσιάζεται στὶς ἐπιστῆμες. Ἰδοὺ λοιπὸν τὰ τρία εἴδη τοῦ Εἶναι ποὺ ἐμεῖς εἴμαστε. Ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δὲν θὰ ὑπήρχαμε ἂν δὲν ὑπῆρχε καὶ κάτι ἄλλο πέρα ἀπὸ ἐμᾶς, καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς ὑπάρχει μία διδασκαλία, ποὺ ὁ Γιάσπερς τὴ δανείσθηκε ἀπὸ τὴν φαινομενολογία. Δὲν ὑπάρχομε καὶ δὲν ὑφιστάμεθα παρὰ στὸ βαθμὸ ποὺ ὑπάρχει καὶ κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ ἐμᾶς. Ὑπάρχει ὁ κόσμος καὶ ὑπάρχει καὶ ἡ ὑπέρβαση. Δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ εἴμαστε ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ κόσμος. Σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο συναντᾶμε τὴν ἴδια βεβαίωση τόσο στὸν Γιάσπερς ὅσο καὶ στὸν Χάϊντεγκερ. Καὶ δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε ἂν δὲν ὑπάρχη ἡ ὑπέρβαση πρὸς τὴν ὁποία τείνομε.
Ἔτσι, βλέπομε πὼς ὑπάρχουν πέντε τύποι τοῦ Εἶναι, τρεῖς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἐμεῖς εἴμαστε καὶ δύο ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ δὲν εἴμαστε ἐμεῖς* (*27 Ὁ Γιάσπερς δὲν μιλάει γιὰ τὸ “Εἶναι”, ἀλλὰ γιὰ τὸ “Περιέχον”. Κατ' αὐτὸ τὸν τρόπο ἀποσπάει τὸ Εἶναι ἀπὸ τὶς ἔννοιες τῆς παραδοσιακῆς ὀντολογίας, ποὺ θέλει τὸ Εἶναι λίγο ὡς πολὺ σύνοψη τοῦ ὑπάρχοντος, ἐνῶ εἶναι κάτι ἕτερο ποὺ “περιέχει” τὸ ὑπάρχον ὡς περιεχόμενό του. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν ἀναπτύσσει τὴν “ὀντολογία” του, ἀλλὰ τὴν “περιεχοντολογία” του. Ἡ ὀντολογία, λέγει, δείχνει τὸ εἶναι ταξιθετημένο κατὰ ἀντικείμενα καὶ ἔννοιες, ἐνῶ ἡ περιεχοντολογία φωτίζει τὸ χῶρο ὅλου ὅλα τὰ ὑπάρχοντα συναντῶνται. Τὸ Περιέχον παρουσιάζεται μὲ ἑφτὰ τρόπους, τοὺς ἑξῆς:
α) Τὸ Περιέχον ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο τὸ Εἶναι:
-
Κόσμος (Welt)
-
Ὑπέρβαση (Transzendenz)
β) Τὸ Περιέχον ποὺ ἐμεῖς εἴμαστε
-
Ἐμπειρικὴ ὕπαρξη (Dasein)
-
Συνείδηση-ὡς-τοιαύτη (Bewusstsein überhaupt)
-
Πνεῦμα (Geist)
γ) Θεμέλιο καὶ δεσμὸς τῶν τρόπων τοῦ Περιέχοντος
-
Ὑπόσταση (Existenz)
-
Λόγος (Vernunft). )
….......................................................................
Καὶ οἱ τρεῖς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἐμεῖς εἴμαστε δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρξουν χωρὶς τοὺς δύο ποὺ ἐμεῖς δὲν εἴμαστε.
Δὲν φθάνομε ποτὲ σὲ μία καὶ ἑνιαία ἰδέα περὶ τοῦ Εἶναι, ἀλλὰ καταλήγομε πάντοτε σ' αὐτὴ τὴν πολλαπλότητα τοῦ Εἶναι. Καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο ὑπάρχει μία ἀποτυχία τῆς ὀντολογίας. Μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς ἡ φιλοσοφία τοῦ Γιάσπερς εἶναι μία ὀντολογία τῆς ἀποτυχίας καὶ ταυτοχρόνως μία ἀποτυχία τῆς ὀντολογίας. Ἡ ὀντολογία εἶναι ἀπαραίτητη, ἀλλὰ μοιραίως ἀποτυχαίνει. Διότι τὸ νὰ κατασκευάζης διάφορες ὀντολογίες εἶναι τὸ ἀντίθετο τοῦ νὰ κατασκευάζης μία ὀντολογία. Ἕνα σύνολο ὀντολογιῶν εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο μιᾶς ὀντολογίας.
Ἂς προσθέσωμε ὡστόσο πὼς κατὰ τὸν Γιάσπερς, ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ἀποτυχία θὰ μᾶς ἀποκαλύψη τὴν ὑπέρβαση, πὼς ἡ ἀποτυχία τῆς ὀντολογίας θὰ μᾶς ἀποκαλύψη τὸ Εἶναι, πὼς ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη ὀντολογία εἶναι ἡ ἀποτυχία τῆς ὀντολογίας.
Ἂν τώρα ἐξετάσωμε τὸν ρόλο τῆς ἰδέας τοῦ Εἶναι κατὰ τὸν Χάϊντεγκερ θὰ δοῦμε ὅτι τοῦτος ξεκινάει ἀπὸ τὸ γεγονὸς πὼς ἤδη διαθέτομε μία ἰδέα περὶ τοῦ Εἶναι, ἔχομε μιὰ κατανόηση τοῦ Εἶναι, - αὐτὸ ποὺ ἀποκαλεῖ Seinsverständnis. Καὶ ἀκριβῶς ἐπειδὴ τὸ εἶναι μας ἔχει αὐτὴ τὴν ἀντίληψη τῆς ἰδέας τοῦ Εἶναι, καθίσταται δυνατὴ ἡ γνώση. Ἡ ἰδέα περὶ τοῦ Εἶναι, ἀποτελεῖ ὅρον a priori κάθε γνώσης.
Δὲν πρόκειται γιὰ μιὰ καθαρῶς διανοητικὴ κατανόηση. Τούτη ἡ ἰδέα τοῦ Εἶναι τίθεται ὑπὸ ἀμφισβήτηση, κυβεύεται καὶ κινδυνεύει μέσα σὲ ὅλα τὰ ἐνεργήματά μας. Μέσα στὸν φιλοσοφικό μας διαλογισμό, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου, στρατεύομε τὸ εἶναι μας καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ ἴδιο τὸ Εἶναι. Διακινδυνεύομε τοὺς ἑαυτούς μας, καὶ ἴσως ἐμεῖς οἱ ἴδιοι εἴμαστε οὐσιῶδες στοιχεῖο γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Εἶναι. Ἀπὸ μιὰ ὡρισμένη ἄποψη τὸ Sein δὲν θὰ ὑπῆρχε χωρὶς τὸ Dasein, ὅπως καί, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, τὸ Dasein δὲν θὰ ὑπῆρχε χωρὶς τὸ Sein.
Ἔτσι, ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, ὑπάρχει μία φυσικὴ κατανόηση τοῦ Εἶναι, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναχωροῦμε, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὑπάρχει ἕνας κίνδυνος γιὰ μᾶς μέσα στὴν ἰδέα τοῦ Εἶναι, τῆς ὁποία εἴμαστε φορεῖς μέσῳ ὅλου μας τοῦ διαλογισμοῦ καὶ μέσῳ ὅλης μας τῆς δράσης.
Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι, γι' αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἔχη μία ὀντολογία, καὶ ἔτσι ἐδῶ μπορεῖ νὰ τεθῆ ὅλη ἡ προβληματικὴ τοῦ ρεαλισμοῦ καὶ τοῦ ἰδεαλισμοῦ. Ἀπὸ μιὰν ἄποψη θὰ λέγαμε τὸν Χάϊντεγκερ ρεαλιστή, διότι ὑπάρχουν τὰ ὄντα τὰ ὁποῖα εἶναι ἀνεξάρτητα ἀπὸ ἐμᾶς: εἴτε ἔχομε δῆ εἴτε ὄχι τὰ ἄστρα, τοῦτα τὰ ἄστρα ὡς ὄντα ὑπάρχουν. Ἀλλὰ ὡστόσο ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ ὑπῆρχε τὸ Εἶναι. Ἔτσι, τὸ ὀντικὸ εἶναι ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸ ὀντολογικὸ δὲν εἶναι ἀνεξάρτητο· καὶ τὸ ὀντικὸ ὡς πρὸς τὸ εἶναι του ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ὀντολογικό*28 (* Ὁ Χάϊντεγκερ διακρίνει τὸ ὀντικὸ (Ontisch) ἀπὸ τὸ ὀντολογικὸ (Ontologisch). Τὸ ὀντικὸ ἀναφέρεται στὰ ἐπὶ μέρους ὄντα, τὸ ὀντολογικὸ στὸ Ὄν (στὸ Εἶναι). Τὸ πρῶτο ἀναφέρεται στὰ ὄντα, ἐνῶ τὸ δεύτερο στὸ Εἶναι τῶν ὄντων. Ἡ διαφορὰ συνίσταται στὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Ὄν δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν ὄντων. Μεταξύ των ὑπάρχει ἡ “ὀντολογικὴ διαφορά”. Ἡ ἐπιστήμη ἐρευνᾶ τὸ ὄν (das Seiende, τὰ ὄντα), ἡ ὀντολογία τὸ Ὄν (Τὸ Εἶναι, das Sein). “Das Dasein - γράφει π.χ. στὸ “Εἶναι καὶ Χρόνος” σ. 15 – ist zwar ontisch nicht nur nahe oder gar das nächste – wir sind es sogar je selbst. Trotzdem oder gerade deshalb ist es ontologisch das Fernste”.).
Διότι τοῦτα τὰ ὄντα δὲν μποροῦν νὰ νοηθοῦν ὡς ὄντα παρὰ μόνον ἐπειδὴ ὑπάρχει ἕνα ὄν, ποὺ σκέφτεται τὸ Εἶναι. Ὥστε λοιπὸν ὄντα καὶ Εἶναι ἀποτελοῦν δύο ὅρους ὅπου ὁ καθένας ὑπάρχει στὴ σχέση του μὲ τὸν ἄλλον.
Αὐθεντικὴ ὑπόσταση εἶναι αὐτὴ ποὺ διαθέτει τὴν κατανόηση αὐτοῦ ποὺ ὁ Χάϊντεγκερ ὀνομάζει ὀντο – ὀντολογικὴ διαφορά, ἀκριβῶς δηλαδὴ ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὰ ἐπὶ μέρους ὄντα καὶ στὸ Εἶναι. Τοῦτοι οἱ δύο ὅροι πρέπει πάντοτε νὰ διακρίνονται καὶ ταυτοχρόνως νὰ συνδέονται. Τὸ δὲ θεμελιῶδες φιλοσοφικὸ πρόβλημα εἶναι ἡ ἀναζήτηση τοῦ Εἶναι. Τὸ μοναδικὸ φιλοσοφικὸ ἐρώτημα, λέει ὁ Χάϊντεγκερ, ἀκολουθῶντας ἄλλωστε ἐν προκειμένῳ ἕνα χωρίο τοῦ Ἀριστοτέλη, ποὺ τοῦ ἀρέσει νὰ μνημονεύη, εἶναι τὸ ἐρώτημα περὶ τοῦ Εἶναι *29 (*Ὁ Χάϊντεγκερ τὸ μεγάλο βιβλίο του “Εἶναι καὶ Χρόνος” τὸ ἀρχίζει μ' αὐτὲς τὶς φράσεις ἀπὸ τὸν “Σοφιστὴ” τοῦ Πλάτωνος (244α): “...δῆλον γὰρ ὡς ὑμεῖς μὲν ταῦτα (τὶ ποτε βούλεσθε σημαίνειν ὁπόταν ὄν φθέγγησθε) πάλαι γιγνώσκετε, ἡμεῖς δὲ πρὸ τοῦ μὲν ὠόμεθα, νῦν δ' ἠπορήκαμεν...”.). Καὶ τοῦτο τὸ ἐρώτημα παίρνει τούτη τὴ μορφή: Τί ἐννοοῦμε ὅταν λέμε πὼς τὸ Εἶναι εἶναι τὸ Εἶναι τῶν ὄντων;
Πῶς θὰ πλησιάσωμε τὸ ἐρώτημα περὶ τοῦ Εἶναι κατὰ τὸν Χάϊντεγκερ; Πρέπει νὰ διακρίνωμε δύο στιγμὲς στὴ σκέψη τοῦ Χάϊντεγκερ, τὴ στιγμὴ ποὺ ἔγραψε τὸ θεμελιῶδες βιβλίο του Sein und Zeit, “Εἶναι καὶ Χρόνος”, καί, ἀφ' ἑτέρου, τὴν παροῦσα στιγμή, δηλαδὴ αὐτὴ ποὺ ἐκφράζεται στὸ τελευταῖο βιβλίο του Holzwege.
Αὐτὸ ποὺ λέγει στὸ Sein und Zeit καὶ αὐτό, ἄλλωστε, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ξαναπῆ καὶ σήμερα ἀκόμη, εἶναι ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ πλησιάσωμε τὸ ἐρώτημα περὶ τοῦ Εἶναι παρὰ μόνο γνωρίζοντας αὐτὸ τὸ ὄν, αὐτὸ τὸ εἶναι ποὺ εἴμαστε ἐμεῖς. Πρέπει λοιπὸν κατ' ἀρχὴν νὰ ἀναζητήσωμε τὸ Εἶναι τοῦ ὄντος ποὺ ἐμεῖς εἴμαστε. Καὶ ὁλόκληρο τὸ Sein und Zeit εἶναι ἀφιερωμένο στὴν ἀναζήτηση αὐτοῦ τοῦ εἶναι καὶ τοῦ ὄντος ποὺ εἴμαστε ἐμεῖς καὶ καταλήγει στὸ συμπέρασμα πὼς ἐμεῖς εἴμαστε οὐσιωδῶς μέριμνα· ἀπὸ τὴν ἰδέα τῆς μέριμνας μποροῦμε νὰ πᾶμε στὴν ἰδέα τῆς χρονικότητας· εἴμαστε οὐσιωδῶς χρονικότητα.
Τί θέλει νὰ πῆ ὅταν λέγη πὼς εἴμαστε μέριμνα; Θέλει νὰ πῆ πὼς εἴμαστε στραμμένοι πάντοτε πρὸς τὸ μέλλον, πὼς πάντοτε ἀτενίζομε πέραν τοῦ παρόντος, ἀλλὰ πὼς ταυτοχρόνως καθοριζόμαστε ἀπὸ ὁλόκληρο τὸ παρελθόν μας. Βρισκόμαστε σὲ μιὰ κατάσταση, στὸ παρόν, στὸ ὁποῖο δὲν εἶναι παρὰ μιὰ σύνδεση τῆς μέριμνας τοῦ μέλλοντος καὶ τοῦ γεγονότος ὅτι πρέπει νὰ ὑπολογίσωμε καὶ τὸ παρελθόν. Θὰ ἐπανέλθωμε στὸν καθένα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ὅρους.
Λέγοντας αὐτὰ ποὺ παραπάνω εἴπαμε, ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ ποῦμε πὼς ἡ μέριμνα προϋποθέτει τὸν χρόνο. Ἀναζητῶντας τὸ Εἶναι τοῦ ὄντος ποὺ ἐμεῖς εἴμαστε, βρήκαμε τὴν μέριμνα καὶ δι' αὐτῆς τὸν χρόνο. Καὶ συμπεραίνει ὁ Χάϊντεγκερ, ὄχι πὼς τὸ Εἶναι εἶναι ὁ χρόνος, ἀλλὰ πὼς ὁ χρόνος εἶναι ὁ ὁρίζων, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀναχωροῦντες μποροῦμε νὰ θέσωμε τὸ πρόβλημα τοῦ Εἶναι.
Δὲν λέγει πὼς τὸ Εἶναι καὶ ὁ χρόνος εἶναι ταυτόσημα. Στὴν πραγματικότητα τὸ ὂν ποὺ ἐμεῖς εἴμαστε δὲν εἶναι παρὰ μιὰ μορφὴ ἀπὸ τὰ ὄντα, καὶ θὰ δοῦμε παρακάτω πὼς τὸ ἴδιο πρόβλημα ποὺ ἐτέθη γιὰ τὸν Γιάσπερς τίθεται καὶ γιὰ τὸν Χάϊντεγκερ. Ὑπάρχουν διάφορες μορφὲς ὄντων.
Ὑπάρχει τὸ Dasein, τὸ ὁποῖο δὲν ὁρίζεται πλέον ἀπὸ τὸν Χάϊντεγκερ ὡς τὸ μερικευμένο καὶ ὡρισμένο ὄν, ὅπως εἶναι γιὰ τὸν Γιάσπερς. Τὸ Dasein εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, εἶναι ἡ ὑπόσταση. Ὑπάρχει λοιπὸν μία θεμελιώδης διαφορὰ ἀνάμεσα στὴ χρήση τοῦ ὅρου Dasein στὸν Χάϊντεγκερ καὶ στὴ χρήση τοῦ ὅρου Dasein στὸν Γιάσπερς.
Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχουν μόνον οἱ ἑαυτοί μας, δὲν ὑπάρχει μόνον τὸ Dasein, ἡ ὑπόσταση, ὑπάρχει καὶ αὐτὸ ποὺ βλέπομε, αὐτὸ ποὺ ὁ Χάϊντεγκερ ὀνομάζει τὸ Vorhanden, τὰ φανερωνόμενα πράγματα, ὅπως εἶναι τὰ ὄρη, τὰ σύννεφα, οἱ ποταμοί. Ὑπάρχουν καὶ τὰ Zuhanden, δηλαδὴ τὰ ἐργαλεῖα. Ὑπάρχουν καὶ τὰ ζωντανὰ ὄντα, τὰ ὁποῖα ὑφίστανται, ἀλλὰ ποὺ στὴν πραγματικότητα δὲν “εἶναι”. Ὥστε, ἔξω ἀπὸ ἐμᾶς ὑπάρχουν τρεῖς ἄλλες μορφὲς ὄντων, ὅπου ἡ κάθε μιὰ προϋποθέτει ἕνα διαφορετικὸ εἶδος “Εἶναι”. Τὸ ζήτημα λοιπὸν εἶναι νὰ μάθωμε ἂν μποροῦμε νὰ ἀναγάγωμε σ' ἐμᾶς τὶς διαφορετικὲς μορφὲς τοῦ ὄντος. Ἔτσι ὅμως τίθεται τὸ πρόβλημα τοῦ ἰδεαλισμοῦ, τὸ ὁποῖο, πράγματι, δὲν τὸ ἔλυσε ὁ Χάϊντεγκερ. Ὁ Χάϊντεγκερ νομίζει πὼς πρέπει νὰ ἀποφύγωμε τὴ θέση αὐτοῦ τοῦ προβλήματος, πῶς αὐτοὶ οἱ δύο ὅροι ἰδεαλισμὸς καὶ ρεαλισμὸς δὲν ἀντιστοιχοῦν ἐν τέλει σὲ τίποτε καὶ πὼς πρέπει νὰ τοποθετηθοῦμε πέραν αὐτῶν. Βεβαίως ἔχει δίκαιο ὡς πρὸς τὴ φιλοδοξία του αὐτή, ἀλλὰ ἡ ἐντύπωση ποὺ συνήθως ἔχει ὁ ἀναγνώστης, εἶναι πὼς ὁ Χάϊντεγκερ ἄλλοτε εἶναι ἰδεαλιστὴς καὶ ἄλλοτε ρεαλιστὴς καὶ δὲν ξεφεύγει ἀπὸ αὐτὸ τὸ πρόβλημα, τὸ ὁποῖο κατ' αὐτὸν πρέπει νὰ τὸ ἀποφύγωμε.
Γιὰ νὰ γίνωμε σαφέστεροι, ἂς δοῦμε τί μποροῦμε νὰ ποῦμε γιὰ τὶς σχέσεις ἀνάμεσα σ' αὐτὲς τὶς διαφορετικὲς μορφὲς τοῦ ὄντος, σύμφωνα μὲ τὸν Χάϊντεγκερ.
Κατ' ἀρχὴν ὑπάρχει μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς μορφὲς τοῦ ὄντος, ποὺ προφανῶς μπορεῖ νὰ ἀναχθῆ σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ἄλλες. Τὸ Vorhanden, τὸ θέαμα [τοῦ κόσμου] δὲν εἶναι παρὰ μία παράγωγος ἰδέα. Διότι αὐτὸ ποὺ ἐμφανίζεται στὴν πρώτη ματιὰ εἶναι ἕνας κόσμος ἐμποδίων καὶ ἐργαλείων. Μόνον βαθμιαίως συνιστοῦμε τὸν κόσμο ὡς καθαρὸ θέαμα. Τοῦτος ὁ κόσμος ὡς καθαρὸ θέαμα εἶναι ἔργο τοῦ 16ου καὶ 17ου αἰῶνος. Ὥστε αὐτὸ ποὺ ἀρχεγόνως ὑπάρχει εἶναι ὁ κόσμος τῶν ἐμποδίων καὶ τῶν ἐργαλείων. Καὶ γιὰ νὰ πᾶμε ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο πρὸς τὸν κόσμο ὡς θέαμα, πρέπει νὰ βγάλωμε κάτι ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν ἐμποδίων καὶ τῶν ἐργαλείων. Πρέπει ἀπὸ αὐτὰ νὰ κατασκευάσωμε κάτι πράγματα καθαρῶς διανοητικά.
Μένει νὰ μάθωμε ἂν αὐτὴ ἡ μορφὴ τοῦ Εἶναι, τὸ Zuhanden, μπορεῖ νὰ ἀναχθῆ πλήρως στὴ σχέση του μὲ τὴν ὑπόσταση καὶ ἂν οἱ ἄλλες μορφὲς τοῦ Εἶναι, γιὰ τὶς ὁποῖες πολὺ λίγο μᾶς μιλάει ὁ Χάϊντεγκερ, μποροῦν νὰ ἀναχθοῦν σ' αὐτήν.
Κατ' ἀρχὴν ἡ ὕπαρξη τῶν μαθηματικῶν ἀντικειμένων, γιὰ τὸν Χάϊντεγκερ, προκύπτει πιθανώτατα ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν ἐμποδίων καὶ τῶν ἐργαλείων, μολονότι πρέπει νὰ παρέμβη κάποιο ἀπαραίτητο a priori, γιὰ νὰ πραγματοποιηθῆ ὁ διαχωρισμός.
Ἀλλὰ μένει ὁ κόσμος τῆς ζωῆς. Ἀντιδρῶν ἐν μέρει κατὰ τῶν φιλοσόφων τῆς ζωῆς*30 (* Φιλόσοφοι τῆς ζωῆς θεωροῦνται οἱ Μπερξόν, Ντίλταϊ, Κέϋσερλινγκ, Κλάγκες κλπ. Ἡ φιλοσοφία τῆς ζωῆς παρεχώρησε τὴ θέση της στὴν ὑποστασιακή φιλοσοφία, καθὼς τὸ ἐνδιαφέρον πέρασε ἀπὸ τὴ βιολογικὴ σφαῖρα πρὸς τὴν ψυχικὴ καὶ τὴν πνευματικὴ (τὴν ὑποστασιακή). Ἡ φιλοσοφία τῆς ζωῆς θεωρεῖ ὡς ἀφετηριακὴ ἀρχὴ τὴ “ζωὴ” τὴν ὁποία ἀνάγει σὲ κοσμικὴ ἀρχή. Μὲ τὴν μορφὴ ποὺ τὴν καλλιέργησε ὁ Ντίλταϊ προλείανε τὸ ἔδαφος γιὰ τὶς συνειδητοποιήσεις τοῦ Χάϊντεγκερ, τὶς σχετικὲς μὲ τὸ Dasein καὶ τὸ “εἶναι-στὸν-κόσμο”.) οἱ ὁποῖοι προηγήθηκαν ἀπὸ τὴν ἔλευση τῆς φιλοσοφίας τῆς ὑποστάσεως, ὁ Χάϊντεγκερ σκέφτεται πὼς ἡ ἰδέα τῆς ζωῆς δὲν εἶναι μία ἰδέα ὅπου μὲ τὴ βοήθειά της μποροῦμε νὰ λύσωμε τὰ προβλήματα. Πολύ λίγα πράγματα μποροῦμε νὰ ποῦμε σχετικὰ μὲ τὴ ζωή. Εἶναι ἡ ἰδέα ποὺ μᾶς θέτει τὰ περισσότερα προβλήματα. Δὲν εἴμαστε ἀκόμη ἕτοιμοι γιὰ νὰ λύσωμε τὸ πρόβλημα τῆς ζωῆς.
Ἂν φθάναμε στὸ σημεῖο νὰ τὸ λύσωμε, θὰ ἔμενε νὰ θέσωμε τὸ ἐρώτημα ἂν ἡ οὐσία τῆς ζωῆς δὲν εἶναι ἡ μέριμνα, ὅπως καὶ ἡ οὐσία τοῦ ὄντος ποὺ ἐμεῖς εἴμαστε, ἡ οὐσία τοῦ Dasein. Ἀλλὰ ὁ Χάϊντεγκερ δὲν ἔφθασε σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο τοῦ προβλήματος.
Τέτοια εἶναι, πιστεύομε, ἡ θέση τοῦ Χάϊντεγκερ, στὸ τέλος τῶν διαλογισμῶν του, ὅπως περιγράφονται στὸ Sein und Zeit. Εἴδαμε τὸν ὁρίζοντα ἀπὸ τὸν ὁποῖο ξεκινῶντας μποροῦμε νὰ θέσωμε τὸ πρόβλημα τοῦ Εἶναι, δὲν ἐλύσαμε τὸ πρόβλημα τοῦ Εἶναι, ἐπειδὴ τὸ μόνο ποὺ ξέρομε εἶναι πὼς τὸ Εἶναι τοῦ ὄντος ποὺ ἐμεῖς εἴμαστε εἶναι ἡ μέριμνα. Ἀλλὰ δὲν γνωρίζομε ἀκόμη πολὺ καθαρὰ ἂν μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς τὸ Εἶναι τοῦ ὄντος ποὺ ἐμεῖς εἴμαστε εἶναι ἐπίσης τὸ Εἶναι καὶ τῶν ἄλλων ὄντων.
Στὸ Holzwege ὁ τρόπος ποὺ προσεγγίζεται τὸ πρόβλημα φαίνεται λίγο διαφορετικός. Μποροῦμε ὡστόσο νὰ δοῦμε πῶς τοῦτο συνδέεται μι' αὐτὸ ποὺ μᾶς εἶπε προηγουμένως. Πάντοτε λέγει πὼς τὸ μοναδικὸ πρόβλημα τῆς φιλοσοφίας εἶναι τὸ πρόβλημα τοῦ Εἶναι, ἀλλὰ λαβαίνει ὑπ' ὄψει του πὼς δὲν μποροῦμε νὰ λύσωμε τὸ πρόβλημα τοῦ Εἶναι, ἐπειδὴ ἡ πλησίασή μας πρὸς τὸ Εἶναι εἶναι ἀπὸ μίαν ἄποψη ἀδύνατη: Τὸ Εἶναι μᾶς ἀποκαλύπτεται κατὰ κάποιο τρόπο μὲ τὴν ἀπουσία του. Τὸ Εἶναι εἶναι παρὸν καὶ ἀπὸν ταυτοχρόνως, ἀποκαλύπτεται, ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἀποκαλύπτεται πλήρως, μποροῦμε δὲ ἀκόμη νὰ ποῦμε καὶ πὼς κρύβεται. Ἰδοὺ γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχη ἀπάντηση στὸ πρόβλημα τοῦ Εἶναι, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἔχη μόνον τὸ ἐρώτημα τὸ σχετικὸ μὲ τὸ Εἶναι. Ἔργο τῆς φιλοσοφίας εἶναι μᾶλλον νὰ ἀντιληφθῆ τοῦτο τὸ πρόβλημα παρὰ νὰ τοῦ δώση μιὰ λύση. Καὶ τὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου εἶναι τὸ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβη τὴν παρουσία τοῦ Εἶναι παρὰ μόνον ὡς ἀπουσία του. Ἐξ ἑτέρου, καθὼς τὸ Εἶναι δίδεται διαδοχικὰ ὡς παρουσία, ὡς παράσταση, ὡς θέληση γιὰ δύναμη, βλέπομε τὴ βαθιὰ χρονικότητα τῶν ἀποκαλύψεων τοῦ Εἶναι.
Στὸν Σὰρτρ βλέπομε τὶς ἴδιες δυσκολίες, οἱ ὁποῖες θεμελιώνονται, ὅπως στὸν Γιάσπερς καὶ στὸν Χάϊντεγκερ, ἐπάνω στὶς θεμελιώδεις διαφορὲς ποὺ ὑπάρχουν στὴν ἰδέα περὶ τοῦ Εἶναι, ἢ μᾶλλον στὶς ἰδέες περὶ τοῦ Εἶναι. Ὑπάρχουν δύο εἴδη “Εἷναι”, τὸ Εἶναι καθεαυτὸ [an-soi] καὶ τὸ Εἶναι διεαυτὸ [pour-soi]. Τὸ ἕνα εἶναι τέλεια πλησμονή, τὸ ἄλλο εἶναι ἀπουσία καὶ κενότης. Τὸ ἕνα εἶναι, θὰ λέγαμε, τὸ κυριολεκτικὸ Εἶναι, τὸ ἄλλο εἶναι τὸ μηδέν. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ὑπάρχει τὸ στατικό, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἕνας ἄπαυστος δυναμισμός, ὁ ὁποῖος εἶναι περισσότερο ἀπουσία παρὰ παρουσία. Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ ἀκόμη τίθεται τὸ πρόβλημα τοῦ ἰδεαλισμοῦ καὶ τοῦ ρεαλισμοῦ. Θὰ δοῦμε μὲ ποιὰ ἔννοια καὶ γιὰ ποιοὺς λόγος ὁδηγήθηκε ὁ Σὰρτρ στὴν κατάφαση τῆς ὑπάρξεως τοῦ Εἶναι καθεαυτὸ [en-soi]. Ὁδηγήθηκε σ' αὐτὸ ἀπὸ δύο λόγους. Κατ' ἀρχήν, ἀπὸ ἕνα εἶδος ἐπιστημολογικῆς μέριμνας νὰ θέση μία πραγματικότητα ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴ γνώση. Γιὰ νὰ ὑπάρξη γνώση, πρέπει νὰ ὑπάρξη κατάφαση κάποιου πράγματος, ποὺ εἶναι ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴ γνώση καὶ ποὺ εἶναι τὸ en-soi. Καί, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἡ παρατήρηση ὡρισμένων αἰσθημάτων μας τὸν ὁδήγησαν πρὸς αὐτὴν τὴν κατάφαση, ὅτι δηλ. ὑπάρχει ἐντός μας ἕνα εἶδος νοσταλγίας τοῦ στατικοῦ, τῆς ἀνάπαυσης, μιᾶς πλησμονῆς μέσα στὴν ἀνάπαυση. Ἔτσι τὸ pour-soi τείνει πρὸς τὸ en-soi. Ἔτσι λοιπὸν ἐπιστημολογικῶς τὸ pour-soi καταφάσκει τὸ en-soi καί, ἀφ' ἑτέρου, ψυχολογικῶς, τὸ pour-soi τείνει πρὸς τὸ en-soi. Ἂν ὅμως δοῦμε τὰ κίνητρα ποὺ ἔχει ὁ Σὰρτρ προκειμένου νὰ θέση τὸ pour-soi καὶ τὸ en-soi, δὲν βλέπομε πῶς θὰ ἀπαντοῦσε στὸ πρόβλημα τὸ σχετικὸ μὲ τὸ ποιὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς δύο μορφὲς τοῦ Εἶναι προηγεῖται τῆς ἄλλης. Ἂν πῆ πὼς εἶναι τὸ en-soi, καὶ συνεπῶς τὸ pour-soi εἶναι ἕνα εἶδος τρύπας μέσα στὸ en-soi, ἔχομε μία ρεαλιστικὴ ἀπάντηση. Ἂν, ἀντίθετα, πῆ πὼς εἶναι τὸ pour-soi, ἔχομε μιὰν ἀπάντηση ἰδεαλιστική.
Αὐτὸ ποὺ ἔχομε κυρίως νὰ παρατηρήσωμε ἐν προκειμένῳ, εἶναι πὼς τούτη ἡ ἰδέα τοῦ en-soi, παρακινημένη ἀπὸ δύο μέριμνες, ἡ μία ἐπιστημολογικὴ ἡ ἄλλη ψυχολογική, ἀποτελεῖ κυρίως ἀπάντηση σ' αὐτὲς τὶς μέριμνες παρὰ βεβαίωση μιᾶς πραγματικότητας. Ἕνας Ἡράκλειτος, ἕνας Ἕγελος, ἕνας Μπερξὸν ἔδειξαν πὼς τίποτε τὸ στατικὸ δὲν ὑπάρχει, πὼς δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνον αὐτὸ ποὺ ὁ Σὰρτρ νοεῖ ὡς pour-soi. Ἔτσι λοιπὸν βλέπομε τὰ κίνητρα χάριν τῶν ὁποίων βεβαιώνει τὸ en-soi. Ἀλλὰ δὲν βλέπομε πολὺ καλὰ ἂν τούτη ἡ βεβαίωση τοῦ en-soi εἶναι νόμιμη.
Ἂν τώρα ξανασκεφθοῦμε τὴν ἰδέα γιὰ τὴν ὁποία μόλις πρὸ ὀλίγου μιλήσαμε, ὅτι δηλ. Ὑπάρχει ἕνα εἶδος ταλάντευσης ἀνάμεσα στὸν ἰδεαλισμὸ καὶ στὸν ρεαλισμὸ τόσο στὸν Σὰρτρ ὅσο καὶ στὸν Χάϊντεγκερ, θὰ μποροῦσε ἴσως κανεὶς νὰ νομιμοποιήση αὐτὴν τὴν ταλάντευση, βλέποντας πὼς ἡ φιλοσοφία τῆς ὑποστάσεως εἶναι μία φιλοσοφία τῆς ἀμφισημίας, ἐπειδὴ ἡ ἴδια ἡ ὑπόσταση εἶναι ἀμφίσημη.
Γιὰ νὰ ξαναγυρίσωμε σ' αὐτὸ ποὺ ἔχομε πῆ γιὰ τὴν ἰδέα τοῦ Εἶναι καὶ γιὰ νὰ τὴν συγκεφαλαιώσωμε, μποροῦμε λοιπὸν νὰ ποῦμε πὼς στὸν Κίρκεγκωρ τὸ Εἶναι εἶναι τὸ ἀπόλυτο Ἄλλο, γύρω ἀπὸ τὸ ὁποῖο στρέφεται ἡ σκέψη μας ὡσὰν γητεμένη, χωρὶς ποτὲ νὰ μπορῆ νὰ τὸ συλλάβη. Καὶ σὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς φιλοσόφους ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἴδια γοητεία τοῦ Εἶναι καὶ ὡσαύτως αὐτὴ ἡ ἴδια ἀποτυχία μπροστὰ στὸ Εἶναι, ἐπειδὴ πάντοτε μπροστά μας δὲν ἔχομε παρὰ ἀσύνδετες μορφὲς τοῦ Εἶναι. Τούτη τὴν ἀποσύνδεση τὴν ἔχομε δῆ στὸν Χάϊντεγκερ καὶ τὴν ἔχομε δῆ στὸν Σάρτρ. Ὥστε λοιπὸν βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ ὀντολογίες, ἀλλὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, σὲ ὀντολογίες ποὺ ἀπέτυχαν, ποὺ γνωρίζουν πὼς ἀπέτυχαν καὶ ποὺ ἀναγκαίως σκέφτονται πὼς ἀπέτυχαν. Ἴσως, ἄλλωστε, ὁ τίτλος τοῦ τελευταίου βιβλίου τοῦ Χάϊντεγκερ: Holzwege, νὰ συαίνη κάτι σὰν “Δρόμοι ποὺ δὲν ὁδηγοῦν πουθενά”, “Χαμένοι δρόμοι”. Δὲν μποροῦμε νὰ φθάσωμε στὸ Εἶναι.
Ἡ φιλοσοφία τῆς ὑποστάσεως χαρακτηρίζεται ἀπὸ μιὰ βαθύτατη ἑνότητα ἀνάμεσα στὸ ὑποστασιακὸ καὶ στὸ ὀντολογικό. Αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ὀντολογικὸ θὰ χαρακτηρισθῆ μὲ τὴ σειρά του διττῶς: ἀφ' ἑνὸς ἀπὸ τὸ γεγονὸς πὼς εἶναι ἀναπόδεικτο, πὼς τίθεται ἀλλὰ δὲν ἀποδεικνύεται· ἀφ' ἑτέρου ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι – στὸν Χάϊντεγκερ, Γιάσπερς καὶ Σὰρτρ – εἶναι πολλαπλό. Ξεκινῶντας ἀπὸ τὴν πρώτη παρατήρηση, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πὼς ἡ θέση αὐτοῦ τοῦ ὀντολογικοῦ ἀποτελεῖ ἀποτυχία γιὰ τὸν λόγο· ξεκινῶντας ἀπὸ τὴ δεύτερη παρατήρηση, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πὼς ἡ θέση τοῦ ὀντολογικοῦ ἀποτελεῖ ἀποτυχία γιὰ τὸ ἴδιο τὸ ὀντολογικό· διότι, μποροῦμε ἀκόμη νὰ ὀνομάζωμε ὀντολογία τὴν βεβαίωση πολλῶν κατηγοριῶν “Εἶναι”; Ἡ ἰδέα μιᾶς ὀντολογίας στὸν πληθυντικὸ δὲν ἀποτελεῖ ἄρνηση αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς ὀντολογίας;
Ἀποτυχία!!!!!!!!!!!!!